Στο κείμενο της Ιταλίδας συγγραφέως και διεθνούς φήμης δημοσιογράφου, μεταξύ των άλλων διαβάζουμε:
«Δεν άφησα ποτέ ένα μικρό λουλούδι στον τάφο του Αλέκου. Κάθε Πρωτομαγιά, σε κάθε επέτειο του θανάτου του, του έστελνα τριάντα επτά τριαντάφυλλα: ναι (ήταν τριάντα επτά ετών όταν τον σκοτώσανε). Αλλά το μικρό εκείνο λουλούδι δεν του το πήγα ποτέ. Στο νεκροταφείο της οικογένειάς μου, στην Φλωρεντία, τοποθέτησα μια μαρμάρινη πλάκα, εις μνήμην του. Ναι. Την τοποθέτησα στην γωνία όπου θα με θάψουν. Αλλά τον τάφο του δεν τον είδα και δεν θα τον δω ποτέ. Δεν θέλω να τον δω».
Στο ίδιο πάντα κείμενο, η Οριάνα Φαλλάτσι εξομολογείται:
«Γύρισα στην Ελλάδα όταν μπόρεσα: η μητέρα μου πέθαινε. Η κατάστασή της επιδεινώθηκε ξαφνικά, την ημέρα του θανάτου του Αλέκου. Η είδηση αυτή της προκάλεσε τρομερό πόνο διότι τον αγαπούσε πολύ έντονα: όσο την αγαπούσε και εκείνος. Την φώναζε Μαμά, Μαμά Τόσκα: ξέροντας πόσο αυτό της έκανε ευχαρίστηση. Την ημέρα εκείνη η μαμά καθηλώθηκε στο κρεβάτι και δεν ξανασηκώθηκε, ουσιαστικά, μέχρι τον θάνατό της. Λίγο πριν πεθάνει, την προηγούμενη ημέρα, μου είπε: "πάω στον Αλέκο"».
Συμφιλιωμένη με τον πόνο που της προκάλεσαν τόσο ο θάνατος της μητέρας της, όσο και του Αλέκου Παναγούλη, η ιταλίδα συγγραφέας του βιβλίου «Ένας άνδρας», το οποίο έχει την αυτοτελή αξία της προσωπικής μαρτυρίας για τον αγωνιστή, προσθέτει: «Όταν η μαμά πέθανε, πόνεσα φοβερά. Αναγκάστηκα να ξανακάνω τα ίδια πράγματα: να την ντύσω, να την βάλω στο φέρετρο, να συνοδεύσω την κάσα στο νεκροταφείο, να δω να την κατεβάζουν μέσα σε μια μαύρη τρύπα... Και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κάτι: ο Αλέκος και η μητέρα μου ήταν τα δυο πλάσματα της ζωής μου. Όσο κοιτάζω πίσω μου, τόσο καταλήγω ότι δεν αγάπησα ποτέ τίποτα και κανέναν όσο τον Αλέκο και την μαμά. Και τώρα έφυγαν και οι δυο. Ο ένας μετά τον άλλον, σε απόσταση μόλις οκτώ μηνών».