Ήταν οι εποχές που οι πατεράδες μας, λείπαν στα ξένα κι η ψυχή μας ήταν μπεράτι.
«Ξένος εγώ, κι εσύ αλλού, με όνειρα γιέ μου θα ζούμε/ βόηθα Χριστέ και Παναγιά, βοήθα μας ν΄ ανταμωθούμε...».
Μεγαλώνουν οι άνθρωποι και δεν ανταμώνουν στο τέλος ποτέ- το λέω από πείρα αυτό, τώρα που δεν ξαναβρεθήκαμε ποτέ με τον πατέρα.
Χορταριάζει η μνήμη εκείνων των καλών ανθρώπων. Κι έπειτα οι σεβαστικοί γιοί τους, γιορτάζοντας την ίδια αρχαία λύπη, αρχίζουν να κρατιούνται μοναχοί τους, όπως οι παληοί χορευτές στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που υψώνουνε αντίθετα από την τάξη του κόσμου, το χέρι τους στο άπειρο, σαν να γυρεύουνε νοσταλγικά μιαν αόρατη σκάλα που μας πηγαίνει όλους στο μεγάλο κενό. Τι να λέμε. Αυτή είναι η σειρά.
Στη Βερανζέρου τώρα και στα καφενεία όπου συχνάζουν οι ξεκληρισμένοι Ηπειρώτες, γύρω απ΄ την πλατεία Ομονοίας, βλέπω συχνά πολλούς με ραγισμένο βλέμμα, όπως αυτό που συναντάς σε κάτι παληούς καθρέφτες, που τα πίνουνε αμίλητοι απ΄ το πρωί.
Μου φαίνεται πως ψάχνουν αδέξια κι αυτοί να ξανακούσουνε τους λύκους μέσα τους.
Σαν για να βυθιστούνε ξανά σε κείνες τις παληές απειλητικές ομίχλες, ή ίσως και για να γυρίσουνε νοερά εκεί όπου σχόλασε οριστικά το έχει τους κι η λιγοστή θαλπωρή της ακαταλόγιστης τώρα και ισόβιας ζωής τους.
ΥΓ: Αυτός ο αγέρωχος και σεμνός Γρηγόρης Καψάλης!.. Μουσικούς σαν αυτόν δεν έχει ολάκερη η Αμερική! Αν είχα λεφτά, όσα κι αν είχα, θα τα ξόδευα όλα μπροστά στα πόδια του. Δεν έχει τιμή η περηφάνεια. Αυτό πρόλαβε τουλάχιστον να μου το μάθει ο κυρ- Ηλίας, προτού αναληφθεί με το φορτηγό του στους αδιάφορους ουρανούς.
Γιώργος Χατζηδημητρίου