Κι όμως την περίμενα αυτή τη βροχή. Την έψαχνα κάθε μέρα και την αναζητούσα σαν να ‘ταν λύτρωση ονειρεμένη, κάθαρση και ανακούφιση. Λέξη πρώτη. Αταξία. Ακόμα κι οι σκέψεις αντιδρούν, σηκώνουν ανάστημα απέναντι στα κρυφά νοήματα. Δεν ξέρω ποιο χρόνο να διαλέξω. Ανήμπορη να αγγίξω το παρελθόν, συγχισμένη να φέρω βόλτα το παρόν, λίγη για ν’αδράξω το μέλλον.
Ο ήχος του αέρα με πιέζει και ταυτόχρονα με ηρεμεί. Η πλήρης σύγχυση. Θυμάμαι το καλοκαίρι. Ξέρω όμως καλά πως πίσω απ’τα πιο όμορφα ηλιοβασιλέματα κρύβονται οι μεγαλύτερες καταιγίδες. Ποιος φταίει; Καλύτερα να μην ξέρω. Ή μάλλον όχι, τώρα τουλάχιστον θα προφυλαχτώ. Ο βρόντος έρχεται πιο κοντά.
Οι σταγόνες φτάνουν στο μπαλκόνι μου, το νερό κυλά σαν να θέλει να παρασύρει κάθε Συμπληγάδα που με βασανίζει. Ησυχία παντού. Πού πήγαν όλοι; Οι λουσμένοι από φως δρόμοι της πολύβουης πρωτεύουσας ερήμωσαν. Τι αστείο να κρύβεσαι μπροστά στην βροχή. Φοβάσαι να πονέσεις, να ψηλαφίσεις τις ψιχάλες; Οι ψιχάλες θα γίνουν θύελλα κι η θύελλα μπορεί να παρασύρει τα πάντα. Τρέμεις να παρασυρθείς. Δεν σε αδικώ. Η βροχή μπορεί να ξεπλύνει, σκέψου, να πάρει μακριά τη σκόνη και τη μαυρίλα.
Η γη μυρίζει έπειτα από τη δυνατή βροχή κι αυτή η μυρωδιά διαπερνά το κορμί μου. Η φύση ολάκερη αναστατώνεται σαν να ζητά πίσω με πάθος τα κεκτημένα της. Οι στάλες πέφτουν στο χώμα κι αυτό τις ρουφά λες και θέλει να τους κλέψει την ένταση και την αξιοζήλευτη ζωντάνια που τις διακατέχει. Λέξη δεύτερη. Νοσταλγία.
Κ. Α.