Ο βιογράφος της λέει τώρα, ότι είναι σαν έχει περάσει ένα σφουγγάρι και να έχει σβήσει όλη της τη μνήμη. Έτσι ζει πια η Μόνικα Βίτι απομονωμένη σε ένα ησυχαστήριο, κάπου στην Ελβετία.
Αυτές τις μέρες, έκλεισε τα 85 της χρόνια. Και για να την τιμήσει, η Repubblica ανέσυρε κάποιες από εκείνες τις παλιές μνήμες.
Αυτοί είναι οι δέκα λόγοι, γράφει, για να αγαπάει κανείς αυτή τη μοναδική ηθοποιό.
Ή μήπως είναι πολύ περισσότεροι; Το κουβάρι πάντως, αξίζει να το ξετυλίξει κανείς από τότε που η Μαρία Λουίζα Τσεκαρέλι είναι έφηβη. Φυσικά θέλει να γίνει ηθοποιός. Και επιμένει παρά την προειδοποίηση της μητέρας της ότι «η σκόνη του παλκοσένικου θα σου διαφθείρει την ψυχή και το σώμα».
Στη δραματική σχολή ανακαλύπτει την κωμική της φλέβα – «το κατάλαβα όταν έπαιζα δραματικούς ρόλους και οι συμμαθητές μου γελούσαν» θα πει. Θα εκτιμούσε πολύ αυτό της το προσόν, αλλά στο μεταξύ έρχεται η γνωριμία με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και ο κινηματογράφος, ο δικός του κινηματογράφος της σιωπής και της ψυχικής αποξένωσης.
Ο σκηνοθέτης την είχε δει στο θέατρο: «Εσείς μπορείτε να κάνετε κινηματογράφο, έχετε πολύ ωραίο αυχένα». Έλκονται καλλιτεχνικά και συναισθηματικά. Θα κάνουν μαζί την «Περιπέτεια» και τη «Νύχτα», την «Έκλειψη» και την «Κόκκινη Έρημο», εκεί όπου λέει με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή της την τρομερή ατάκα «με πονάνε τα μαλλιά μου».
Αλλά η μούσα του Αντονιόνι μπορεί να παίξει τα πάντα. Τη νευρωτική αστή στις δικές του ταινίες, τη λαϊκή γεμάτη ενέργεια γυναίκα στις κωμωδίες με τον Αλμπέρτο Σόρντι και ενδιαμέσως να παίζει σε ταινίες του Μπουνιέλ και άλλων πρωτοπόρων. Στο μεταξύ, η σχέση με τον Αντονιόνι, μετά από μια φωτογραφία ενός «παπαράτσι» που τον συλλαμβάνει να ξεπορτίζει παρέα με μια σταρλετίτσα, έχει τελειώσει. Νέος σύντροφος της ζωής της είναι ο διευθυντής φωτογραφίας και σκηνοθέτης Κάρλο ντι Πάλμα.
Θα γράψει στην αυτοβιογραφία της: «Η κοινή ζωή είναι ένα σκοινί κρεμασμένο ανάμεσα σε δυο βουνά ενώ από κάτω σου χάσκει το βάραθρο. Πρέπει να περπατάς πολύ αργά σε εκείνο το σκοινί για να βρεις την πρώτη μαγεία, τότε που σκεφτόσουν “αυτόν θέλω, αυτόν για όλη μου τη ζωή”. Αυτόν ήθελα, με το μουστάκι, σοβαρό, ελαφρώς θλιμμένο, αλλά εύθυμο στο κρεβάτι».
Το 1995 θα εκδώσει το δεύτερο βιβλίο της. «Σήμερα, εξομολογείται στις σελίδες του, δεν γράφω για να θυμηθώ αλλά για να επανεφεύρω τα πάντα, για να σβήσω και να ανασκευάσω πρόσωπα και γεγονότα που γυρνούν γύρω μου και γελούν με μένα, αλλά όχι για μένα».
Ό,τι περίπου κάνει και τώρα, στα 85 της χρόνια, που ένα σφουγγάρι έχει σβήσει τα πάντα.
Γιώργος Χατζηδημητρίου