Τη φωνάζω Μελού. Για την ακρίβεια, έτσι την βάφτισε ο γιος μου. Επειδή έχει κάτι υπέροχα στίγματα σε γήινους τόνους «παστέλ». Μια κινούμενη κιμωλία. Και την πήρα από τα αδέσποτα στο πάρκο της Νέας Φιλαδέλφειας. Την είχε πριν μια οικογένεια. Αλλά σύντομα τα παιδιά τη βαρέθηκαν, γιατί το να έχεις μια σκυλίτσα στο σπίτι δεν είναι παιχνίδι. Είναι ευθύνη. Πάλι καλά. Α, ρε Μελού, της λέω καμιά φορά. Μέρα Πάσχα είσαι γεννημένη…
Στην παραλία της Αίγινας- το έχω δει με τα μάτια μου-μαζεύονται απεριποίητα σαν ξαφνιασμένα, σκυλιά που τα έχουν παρατήσει άκαρδα και χωρίς καμία τύψη οι σκαφάτοι «κάτοχοί» τους κι αγναντεύουν λυπημένα το πέλαγος. Ναι, έχω πειστεί τώρα γι΄ αυτό, τα σκυλιά λυπούνται. Η δικιά μου αναστενάζει θλιβερά και με ασήκωτο βάρος κάποιες φορές στον ύπνο της, σε ανάμνηση ποιος ξέρει ποιών παλαιών πραγμάτων. Ίσως θρηνεί ένα απροσδιόριστο κυτταρικό παρελθόν, όπου τριγύριζε στα βουνά αδάμαστη και ελεύθερη. Δεν πρόκειται όμως, να μου το πει ποτέ. Κρατά φυλαγμένα καλά τα μυστικά της. Γιατί έχει μια σοφία που συγγενεύει ή υπερβαίνει τα ανθρώπινα.
Οι γάτες είναι άφιλες. Αυτή όμως, με εξανθρωπίζει. Καταλαβαίνει ότι έρχομαι σπίτι από δυό τετράγωνα μακριά και ορμάει γρυλίζοντας να με προϋπαντήσει. Κι όταν ξυπνάω το πρωί, πηγαίνει και κουρνιάζει ασφαλής και θριαμβευτικά στο μαξιλάρι μου.
Η αγάπη μας είναι αμοιβαία και δεν έχει μεσάζοντες, ούτε ξενοκοιτάγματα. Είμαστε αμοιβαία πιστοί. Εκείνη, αυτάρεσκα το ξέρει. Αφού έχουμε σχέση, λέμε. Και αυτή στηρίζεται στην ακατάλυτη δύναμη της συνήθειας.
Το μόνο που ίσως δεν ξέρει-και δεν και είμαι ακριβώς βέβαιος ούτε γι΄ αυτό, όταν την κοιτάω στα μάτια- είναι πόσο λυπάμαι προκαταβολικά που θα θρηνήσω κάποια στιγμή στον χρόνο, τον θάνατό της. Πόσο θα λυπηθώ τότε για όσα θα πάρει οριστικά μαζί της, παίρνοντας μαζί της για πάντα και ένα κομμάτι του φωτεινού εαυτού μου και λιγοστεύοντας και την άχαρη ζωή τη δική μου, σαν να προεξοφλούμε κατά κάποιον τρόπο, ο ένας τον θάνατο του αλλουνού.
Γιώργος Χατζηδημητρίου