Σε συνθήκες ιδρυματισμού, η συντριπτική πλειοψηφία των ομιλητών ανεβαίνει στο βήμα χωρίς γνώση ούτε καν Οικονομικών για αρχαρίους και ξεδιπλώνοντας τις αρετές της στον θεατρικό μονόλογο, εκστομίζει βαρύγδουπες φανφάρες που δεν έχουν καμία εμπράγματη αντιστοιχία.
Όταν υποχωρούν τα νερά των φθηνών εντυπώσεων, απομένει ένας αναχρονιστικός καυγάς για το ποιά παράταξη ευθύνεται περισσότερο και η χώρα έφτασε στο σημερινό, απερίγραπτο χάλι.
Πάνω στα αποκαΐδια της Οικονομίας και ερήμην της κοινωνίας, η πολιτική (ούτως ειπείν…) ελίτ καυγαδίζει απωθητικά, όπως κάτι συνοικιακοί μαχαλόμαγκες που χάνουν κάθε ίχνος αυτοσεβασμού όταν συγκρούονται με την σκαιότητα του πραγματικού κόσμου. (Ο οποίος- είναι βέβαιο αυτό…- δεν κινείται με ζουρνάδες και νταούλια).
Ψυχολογικά η στάση τους, είναι ευεξήγητη, αφού κατά βάθος όλοι τους γνωρίζουν ότι ο κορυφαίος νόμος του κράτους, δεν είναι παρά ένα κουρελόχαρτο που αλλάζει κατά τις διαθέσεις των δύσπιστων -απέναντι σε αυτήν την γραφική πινακοθήκη- δανειστών. Όμως, ελλείψει κάποιας ικανότητας και ταλέντου κάπως πρέπει να υπηρετήσουν τις βαρειές ανάγκες του ρόλου…
Διότι τα σημαντικά, είναι γραμμένα στο μάρμαρο των δανειακών συμβάσεων και των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στο Οικονομικό Επιτελείο και τους εκπροσώπους του κουαρτέτου.
Εφτά χρόνια από το πρώτο Μνημόνιο η Βουλή των Ελλήνων δεν έχει καταφέρει ακόμα να εισάγει νέα διαδικασία επεξεργασίας του Προϋπολογισμού, ο οποίος εγκρίνεται ή απορρίπτεται εν συνόλω. Το Κοινοβούλιο, δηλαδή η Νομοθετική εξουσία, δεν έχει την δυνατότητα να τροποποιήσει κάποιον από τους κωδικούς, πόσω μάλλον να καταργήσει ορισμένους από αυτούς, ως αδικαιολόγητα εξωφρενικούς.
Μοιραία, ο ρόλος αυτός ανατίθεται στους υπουργούς, οι οποίοι ποτέ δεν έχουν πέσει μέσα στις προβλέψεις τους και πριν τα μέσα κάθε χρονιάς ζητούν αναθεωρήσεις κονδυλίων, διότι σχεδόν πάντα, ελέω των αναγκών της πελατείας, εμφανίζουν υποεκτιμημένες δαπάνες και υπερτιμημένα τα έσοδα.
Σε αυτήν την κεκτημένη ακινησία, είναι περιττό να αναφέρεται κανείς σε… άχαρες λεπτομέρειες, όπως η αξιολόγηση της αποδοτικότητας των δαπανών, η διατύπωση έστω μικρών αλλά εφικτών στόχων για νοικοκύρεμα και η λογοδοσία για την (εξασφαλισμένη) αποτυχία και κυρίως οι ρεαλιστικές προτάσεις για ένα νέο παραγωγικό πρότυπο. Όλα βουλιάζουν μαλακά σε ένα πνεύμα γενικής συνενοχής και θανατηφόρας συνήθειας…
Ενδεικτικό της σοβαρότητας των κομμάτων εξουσίας, είναι το γεγονός ότι ο Απολογισμός του προηγούμενου Προϋπολογισμού, ώστε να σταθμιστούν ορισμένα πράγματα, γίνεται με διετή καθυστέρηση…
Η Ελλάδα είναι από τις τελευταίες χώρες στους πίνακες του ΟΟΣΑ που «ξεπετάει» με τόση ευκολία το σημαντικότερο νόμο του Κράτους, όταν ας πούμε στις ΗΠΑ, η σχετική διαδικασία διαρκεί οκτώ μήνες, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ, κυμαίνεται στους τρεις μήνες και περισσότερο.
Εδώ η (διόλου) σεμνή τελετή, εξαντλείται σε τρεις συνεδριάσεις κάθε Νοέμβριο, άμα τη καταθέσει του Προϋπολογισμού στη Βουλή, ισάριθμες όταν εισάγεται στην αρμόδια Επιτροπή Οικονομικών και, λίγο πριν το τέλος του έτους, σε πέντε συνεχόμενες ημέρες στην Ολομέλεια, σε…πανηγυρικό κλίμα, προτού οι Εθνοπατέρες και οι Εθνομητέρες αναχωρήσουν συγκινημένοι ότι έπραξαν το καθήκον τους, για τις οικογενειακές γιορτές, σε ατμόσφαιρα μιας γλυκανάλατης συναδελφικής θαλπωρής.
Θα ευχόμασταν και του χρόνου, αλλά, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι, με τη λυπητερή των νέων φόρων από το νέος έτος, πολλοί ( και από εκείνους βεβαίως) από μας θα βρισκόμαστε ακόμα εδώ τέτοιον καιρό…
Γιώργος Χατζηδημητρίου