Η Ρου είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, όχι μόνο για τη δύσκολη εφηβεία ενός κοριτσιού, αλλά για όλους τους ανθρώπους που δυσκολεύονται παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους να αντέξουν το βάρος της ύπαρξής τους και όσα αυτή κουβαλά. Μια ανοιχτή επιστολή αγάπης ότι «η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο», αρκεί να μην τη φοβηθούμε.
Μιλήσαμε με τη συγγραφέα, Μαριαλένα Σπυροπούλου για τη συγγραφή του βιβλίου αλλά και τα επαγγελματικά της σχέδια. Διαβάστε όσα μας είπε.
-Μιλήστε μας για τη Ρου. Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου, που μάλιστα είναι και το πρώτο σας λογοτεχνικό έργο;
Υπήρξαν αρκετές αφορμές, διότι η Ρου πριν γεννηθεί, ταξίδευε στο μυαλό μου ως ένα διήγημα με επίκεντρο τις τρίχες. Είχε καρφωθεί μια σκηνή ρεαλιστική μιας κομμώτριας που είναι γεμάτα τα πόδια της με τρίχες και δεν μπορεί να περπατήσει, και από αυτή την πραγματικότητα γεννήθηκε ένας ολόκληρος συμβολοποιημένος κόσμος για το ποια είναι τα μικρά και ασήμαντα και πώς αυτά μπορούν να σου δυσκολέψουν ή ακόμα και να σου καταστρέψουν τη ζωή.
Η δεύτερη αφορμή γεννήθηκε με τη διάσταση του φύλου μου. Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα; Πώς διαμορφώνεται μια γυναίκα; Και γιατί αυτό το αυτονόητο της γυναικείας φύσης δεν είναι διόλου αυτονόητο. Έτσι γεννήθηκε η Ρου και οι απαρχές της, που βρίσκονται στη σχέση με τη μητέρα της και φυσικά στην εφηβεία. Η Ρου είναι ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας. Αλλά θα μπορούσε να είναι και ένας συμβολισμός. Άλλωστε οι μύθοι και τα σύμβολα είναι δίπλα μας. Αρκεί να ξέρουμε να τα αναγνωρίζουμε. Διώχνεται κακήν κακώς από το νησί της και αρχίζει τότε η περιπέτεια της ζωής της. Άλλωστε όλοι με ένα λάκτισμα δεν πεταγόμαστε προς τη ζωή;
-Ποια είναι τα συναισθήματά σας όταν ολοκληρώσατε το βιβλίο;
Από τη στιγμή της ολοκλήρωσης του βιβλίου μέχρι την έκδοση –μεσολάβησε πάνω από ένας χρόνος- είχα ποικίλα και ανάμεικτα συναισθήματα. Όταν πάντως το ολοκλήρωσα, ένιωσα ανακούφιση. Δεν ήξερα τι είχα κάνει, ήξερα όμως ότι εγώ ήμουν καλά που το ολοκλήρωσα. Σαν να έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Είναι και δύσκολο το κείμενο, και κατά την άποψή μου πραγματεύεται, για όσους αφεθούν να τα αφουγκραστούν, και δύσκολα ζητήματα. Για μένα τουλάχιστον ήταν έτσι.
-Πώς συνδυάζετε τον χώρο της ψυχοθεραπείας με αυτόν της μυθοπλασίας;
Χρονικά υπάρχει δυσκολία. Δεν έχω όσο χρόνο θα ήθελα για να γράψω. Και αυτό λόγω δουλειάς και μόνο. Διαφορετικά εγώ είμαι μάλλον και τα δύο. Προϋπήρχαν η συγγραφέας και η ψυχοθεραπεύτρια προτού γίνουν. Νομίζω γεννήθηκα έτσι. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα δεν κατακτήθηκαν με κόπο και αγώνα. Ακόμα και αυτή η συνειδητοποίηση ήθελε πολύ μεγάλη διαδρομή μέσα μου για να κατακτηθεί.
Τι αποτελεί έμπνευση για εσάς;
Οι άνθρωποι. Μόνον αυτοί. Το μέσα τους και το έξω τους. Το σώμα που μιλά. Το παρελθόν και το παρόν και πώς διαφαίνεται το μέλλον. Και πώς αυτό το ατομικό χαράζει το κοινωνικό. Η έμπνευση είμαι εγώ. Όχι επειδή αυτοβιογραφούμαι, αλλά επειδή για να γράψεις όπως και για να θεραπεύσεις οφείλεις πρώτα να γίνεις συνειδητοποιημένος και κάπως έντιμος άνθρωπος.
-Έχετε κάποιο αγαπημένο κλασικό συγγραφέα; Τι είδους βιβλία σας αρέσει να διαβάζετε;
Έχω πολλούς αγαπημένους. Δεν ξεκινώ όμως με λίστες και «πρέπει». Αγαπώ την Παλαιά Διαθήκη, θεωρώ ότι είναι το βιβλίο των βιβλίων. Τον «Ηλίθιο» του Ντοστογέφσκι, το «Αμάρτημα της μητρός μου», του Βιζυηνού, αλλά και τον Σελίν, τον Ουελμπέκ, τον Ροθ και γυναίκες σημαντικές, όπως η Γέλινεκ, η Μανρό, η Βιρτζίνια Γουλφ. Μικρή διάβαζα πολύ Όσκαρ Ουάιλντ και Χέρμαν Έσε. Νομίζω είμαι κλασική στα αναγνώσματά μου αλλά καθόλου ψυχαναγκαστική. Ό,τι με κάνει να πλήττω το παρατώ. Μου αρέσει η ψυχολογική γραφή, αλλά και τα μεγάλα μυθιστορήματα. Βαριέμαι αφόρητα τις τεχνικές, ελλειπτικές ιστορίες που δεν έχουν να σε βάλουν σε έναν κόσμο. Θυμώνω με όσους δεν μπορούν να πουν κανονικά μια ιστορία και μας παιδεύουν. Για αυτό αγαπώ τους Αμερικανούς, ξέρουν να πουν μια ιστορία. Μεγάλο πράγμα αυτό.
-Ετοιμάζετε κάτι άλλο για το μέλλον;
Ετοιμάζω, δηλαδή ξέρω τι θα είναι το επόμενο. Αλλά δεν θα βιαστώ γιατί είναι και λίγος ο χρόνος που απομένει. Έχω συμφιλιωθεί ότι στη ζωή μου θα γράψω λίγα πράγματα. Αλλά τουλάχιστον θέλω κάτι από αυτά να μείνει στο χρόνο.
Κυριακή Αξιώτη