Αμήχανα στέκεται κανείς μπροστά στο πικρό ποτήρι του θανάτου. Πως να συμβιβαστείς με μια απώλεια που έχει πάρει μαζί της οριστικά και ένα μέρος από τα δικά σου συντρίμμια;
Χτίζονται μεθοδικά οι προσωπικές παρτίδες στις μπάρες. Εκεί όπου μιλάμε για τα ουσιωδώς ασήμαντα. «Στην αρχή με το χέρι στο ποτήρι. Στη συνέχεια με το χέρι στην καρδιά». Ώστε να αντέχουμε τις επιβεβλημένες μοναξιές και την ανία των Σαββατοκύριακων.
Εντάξει, όλοι με υποσχετική και υπό προθεσμία στεκόμαστε. Υπάρχει όμως μια ηθική ένταση όταν είμαστε όλοι μαζί. Ξεχνώντας πόσο εύθραυστοι είμαστε. Αλλά και πόσο πολύτιμοι για τους άλλους. Αυτά μόνο μέσα από διαρκείς συνομωσίες προκύπτουν.
Υπάρχουν κάτι άνθρωποι χοϊκοί, κάτι ιδιαίτερα παιδιά που φεύγουν νωρίτερα απ΄ όσο θα υπολόγιζε κανείς από τη ζωή, ένας μπάρμαν ας πούμε, που ναυάγησε άξαφνα στα σκοτεινά νερά με τη μηχανή του βραδυάτικα Πέμπτης και λεγόταν Λιτσαρδάκης και δεν πρόκειται να γραφεί γι΄ αυτόν, πόσο σημαντικός υπήρξε για τους κολλητούς του και καμία συγκλονιστική νεκρολογία. Η ζωή εκκωφαντικά συνεχίζεται χωρίς αυτόν. Θα του άξιζαν όμως δυό λόγια.
Καθώς ταξιδεύει τώρα στο τελευταίο καράβι που θα τον πάει στη γενέτειρα για να περάσει στην απέναντι όχθη, οι λιγοστοί του φίλοι που τον παραστέκουν, θρηνούν τις χαμένες εντάσεις και ορισμένες επινοήσεις που δεν θα επαναληφθούν ποτέ και σκάλωσαν πρόωρα στον χαμένο πλέον γραφικό του χαρακτήρα. Σαν να κουράστηκε ξαφνικά το μέλλον ξημέρωσε αυτή η άβολη μέρα.
Γειασάν ρε μπάραμαν...
Γ.Χ