Εμείς ξυπνήσαμε από τα ξημερώματα για το λειψό μεροκάματο της εβδομάδας που δουλεύτηκε για να βγει το ταξίδι.
Εμείς καβαλήσαμε πούλμαν, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, καράβια, με το σφίξιμο στο στομάχι απλώς να φτάσουμε στο μετακινούμενο σπίτι μας, στην ασπρόμαυρη κερκίδα που μια φορά στα τόσα χρόνια της τυχαίνει κι ένας τελικός.
Εμείς αφήσαμε παιδιά και άρρωστες μάνες σε συγγενείς και φίλους, δίνοντας οδηγίες για γάλα, φαγητό και φάρμακα από το τηλέφωνο, προσπαθώντας να συνεννοηθούμε κάτω από τα Παοκολέ.
Εμείς από τη θέση μας δεν είδαμε κανένα πέναλτι που δε μας έδωσε και δε θα γκρινιάξουμε για κάτι που δεν είδαμε ζωντανά μπροστά στα μάτια μας και δεν είδαμε κανένα οφσάιντ που δε σήκωσε και δε θα γκρινιάξουμε για κάτι που δεν είδαμε μπροστά στα μάτια μας την ώρα του ματς.
Εμείς αφήσαμε τα λαρύγγια μας σουβενίρ στα τσιμέντα του Βόλου, να μας θυμούνται για πάντα.
Εμείς κοιτούσαμε απαθείς τους παρείσακτους συμπλεγματικούς με τις χαλασμένες λίμπιντο που δεν τους καυλώνει ο έρωτας αλλά το αίμα των άλλων και μας κρατούσαν ομήρους επί ώρα, ξεκινώντας το γλέντι μόλις τελείωσε το δικό τους.
Εμείς καθηλώσαμε και βουλώσαμε τους απέναντι από τη μέση του ματς, παραδίδοντας άλλο ένα δωρεάν μάθημα ασταμάτητου ξεσηκωμού και λατρείας.
Εμείς γεμίσαμε κάθε διαθέσιμο εκατοστό του χώρου που μας αναλογούσε, επειδή πάντα το γεμίζουμε και πάντα θα το γεμίζουμε και άμα μας έδιναν τα εκατοντάδες άδεια καρεκλάκια τους οι απέναντι θα τα γεμίζαμε κι αυτά.
Εμείς κλαίγαμε επί ώρες από τα δακρυγόνα των θωρακισμένων ανίκανων.
Εμείς χάναμε την ανάσα μας κάθε τρία λεπτά από τη φωνή που δεν έβγαινε άλλο και πάλι τη βρίσκαμε και συνεχίζαμε μέχρι να λήξει το ματς.
Εμείς φωνάξαμε όσους ύμνους για τον ΠΑΟΚ προλάβαμε σε τρεις ώρες και σιωπήσαμε όταν κάποιοι αποφάσισαν να μας ντροπιάσουν.
Εμείς μπήκαμε στο γήπεδο για τον ΠΑΟΚ, μείναμε στο γήπεδο για τον ΠΑΟΚ, φύγαμε από το γήπεδο για να ξαναπάμε όταν θα παίζει ο ΠΑΟΚ και το γεγονός πως στο τέλος πήραμε κι ένα Κύπελλο απλώς έκανε πιο όμορφη την επιστροφή.
Εμείς δεν ήμασταν οι 100 μαχαιροβγάλτες.
Εμείς δεν ήμασταν οι 100 πουθενάδες που εμφανίζονται σε κάθε τελικό με προσκλήσεις.
Εμείς δεν ήμασταν οι 100 που το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να χώσουν τη μούρη τους στις φωτογραφίες της απονομής.
Εμείς δεν ήμασταν οι 100 που σχολίαζαν στα social media την ώρα του ματς χτενίζοντας με τα χέρια τα μαλλιά τους για να ποστάρουν σέλφι με τον φωτεινό πίνακα.
Εμείς δεν ήμασταν οι 100 κομπλεξικοί που χαίρονταν επειδή θα την πουν στους αλλόθρησκους κολλητούς τους.
Εμείς χαιρόμασταν επειδή κέρδισε ο ΠΑΟΚ.
Εμείς σηκώσαμε το κεφάλι στον ουρανό με τη λήξη χαμογελώντας.
Εμείς είμαστε τα δέκα χιλιάδες κύτταρα του ΠΑΟΚ που βρεθήκαμε χθες στον πέμπτο νικηφόρο τελικό της ιστορίας μας και μια χούφτα άκυροι μαζί με τα συνήθη παράσιτα δεν πρόκειται να μας χαλάσουν την καρδιά. Εμείς έχουμε ζήσει τον πιο σπαρακτικό πόνο παρακολουθώντας επί δεκαετίες τα βασανιστήρια στο χορτάρι και ξέρουμε τι θα πει έγκλημα και ξεχωρίζουμε το λάθος από την εντολή για το λάθος.
Εμείς, παλιοί και νέοι, γκριζομάλληδες και πιτσιρικάδες, γυναίκες και άντρες, έχουμε τόσο μεγάλα παπάρια που μπορούμε να κάνουμε απευθείας σύνδεση την προπαγάνδα αυτών που έχουν μάθει μια ζωή να μας βλέπουν πεσμένους σπαρταρώντας από την απόγνωση και τώρα δεν μπορούν να μας συνηθίσουν όρθιους.
Εμείς κερδίσαμε άλλη μια μάχη. Η ομάδα μας κέρδισε τη μάχη στο χόρτο. Οι άλλες, παράλληλες μάχες τριγύρω μας, με τα μαχαίρια, τα στειλιάρια και τα κινητά είναι από άλλο σύμπαν και δε θα σκύψουμε το κεφάλι να κοιτάξουμε τόσο χαμηλά στη λάσπη όπου διεξάγονται.
Εμείς είμαστε ο ΠΑΟΚ."