Ήταν το 79΄ λεπτό της αναμέτρησης. Η Βραζιλία είχε προηγηθεί με την έναρξη του δευτέρου ημιχρόνου όταν ο Φριάσα αξιοποιώντας έξυπνη πάσα του Αντεμίρ έκανε το παιδικό όνειρο κάθε Βραζιλιάνου πραγματικότητα όταν κάρφωσε τη μπάλα στα δίχτυα του Μάσπολι κάνοντας τον σπίκερ Λουίζ Μέντες να παραληρεί από χαρά στις κερκίδες.
Το πανηγύρι όμως δε κράτησε για πολύ. Στο 66΄ο θρυλικός αρχηγός Ομπντούλιο Βαρέλα δίνει στον θυελλώδη έξω δεξιά Γκίτζια που περνάει τον Μπιγκόντε και ορμώντας από τα δεξιά πασάρει στον ικανότατο γκολτζή Πέπε Σκιαφίνο ο οποίος νικά τον Μπαρμπόζα. Βουβαμάρα. Όμως ακόμα κι έτσι, η Βραζιλία μπορούσε να κατακτήσει το τρόπαιο Ζυλ Ριμέ, γιατί την ευνοούσε η βαθμολογία.
Κι ύστερα ήρθε εκείνο το καταραμένο 79΄…
Ο δαιμόνιος έξω δεξιά της «Σελέστε» ο Γκίτζια πέρασε πάλι τον Μπιγκόντε και μπήκε στην περιοχή, αλλά αντί να πασάρει επιλέγει αυτήν τη φορά να σουτάρει στην κλειστή γωνία του Μπαρμπόζα, αιφνιδιάζοντας τον γκολκίπερ των Βραζιλιάνων. Με το σφύριγμα της λήξης στο Μαρακανά, φίλαθλοι έπεφταν από τις κερκίδες και στις φτωχικές φαβέλες του Ρίο μην αντέχοντας τη θλίψη άνθρωποι αυτοκτονούσαν μέσα στην απόλυτη συντριβή της μοιραίας ήττας.
«Ήταν τόσο εκκωφαντική η σιγή, ώστε μου πόνεσαν τα τύμπανα» θα πει αργότερα αυτός ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής που τιμώρησε την αλαζονεία των Βραζιλιάνων. Και θα συμπληρώσει με δικαιολογημένη έπαρση «Μόνο τρεις έχουν καταφέρει να σιγήσει το Μαρακανά. Ο Πάπας, ο Φρανκ Σινάτρα και εγώ». Ο Ουρουγουανός επιθετικός, με τις μόλις 12 συμμετοχές στην εθνική ομάδα της χώρας του, άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα της 65ης επετείου του μεγάλου κατορθώματος του.
Ο άνθρωπος που με το γκολ του βύθισε τη Βραζιλία στο πένθος, ο Αλσίδες Γκίτζια, έφυγε από τη ζωή στα 88 του χρόνια προκαλώντας συγκίνηση στην Ουρουγουάη. Η ιστορία θα γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα. Αντίθετα, όσοι πρωταγωνίστησαν στο δράμα εκείνης της αξέχαστης μέρας, βυθίστηκαν στην κοινωνική μοναξιά, τη ντροπή και το ισόβιο πένθος.
Χρόνια πολλά μετά τον τελικό, ο άτυχος γκολκίπερ Μοασίρ Μπαρμπόζα έζησε μια από τις χειρότερες στιγμές της ζωής του, όταν μια γυναίκα που τον αντιλήφθηκε σε ένα μαγαζί, γύρισε και είπε στον γιό της «τον βλέπεις αυτόν αγόρι μου; Αυτός κρέμασε τη Βραζιλία».
Οι δύο σχεδόν δεκαετίες που δούλεψε σαν υπάλληλος του Μαρακανά, του επέτρεψαν κάποια στιγμή να πάρει σαν αποχαιρετιστήριο δώρο τα ξύλινα δοκάρια του γηπέδου. Ένα μεσημέρι είχε καλέσει τους φίλους του για μπάρμπεκιου, και ξάφνου μια μυρωδιά λαδομπογιάς ήρθε στη μύτη όλων. Ο Μπαρμπόζα, έκαιγε τα δοκάρια που του σημάδεψαν την ψυχή…