«Εγώ παίζω όσο γρήγορα μπορώ. Ο ¨Μπέμπης¨ παίζει όσο γρήγορα θέλει», είπε γι΄ αυτόν με ανυπόκριτο θαυμασμό ο Μανώλης Χιώτης.
Υπερήφανος και ιδιόρρυθμος, αυτός ο ανεπανάληπτος σολίστας, έκανε ελάχιστες ηχογραφήσεις- κυρίως οργανικά κομμάτια-με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα ελάχιστα δείγματα της δουλειάς του.
«Εμένα δεν θα με κάνετε γραμμόφωνο. Όποιος θέλει να με ακούσει να έρθει στο μαγαζί που δουλεύω», έλεγε αγέρωχα…
Είχε ξεκινήσει με άλλες προσδοκίες το 1959 όταν έφευγε για την Αμερική αναζητώντας όπως πολλοί μπουζουξήδες, μια καλύτερη τύχη.
Εκεί, στα ξένα στούντια, ηχογράφησε κάτι πενιές απαράμιλλες, ανάμεσα στις οποίες είναι ο «Χάρος» και το «Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια», που τραγουδάει ο ίδιος με μοναδικό τρόπο, αλλά και το ορχηστρικό «Bebi’s Lament» και τα οποία τα ξανάβαλε στη ζωή μας, αργότερα, ο άλλος άφθαστος δεξιοτέχνης απ΄ την Κοκκινιά, που ποτέ δεν ξανάπαιξε την ίδια νότα, Ιορδάνης Τσομίδης.
Το πώς τον κατάστρεψε στην Αμερική το πιοτό και πως γύρισε συντρίμμι πίσω και το πώς αυτός ο υπερήφανος άνδρας ξέπεσε επειδή τον γονάτισαν τα οικονομικά προβλήματα κι άφησε ορφανές τις δυό του θυγατέρες δεν είναι της ώρας…
Αυτοί οι πολυτάλαντοι και πολύπλαγκτοι καταφρονημένοι, γράψανε την ιστορία του λαϊκού μας τραγουδιού, την ώρα που οι «μανσέτες» στα ταμεία των δισκογραφικών εταιρειών μετράγανε τα κέρδη…