Όλα καλά; Έτσι λέμε, τα ίδια, αντέχουμε, θα πεις και θα νοσταλγήσεις εποχές που τίποτα δεν χώριζε τον εαυτό σου απ’ την επιθυμία. Ήμουν έτοιμος να διαβάσω την πικρία του κόσμου στα βιβλία, πρώτη θλίψη, δραματική ταινία, δυσανάγνωστο ανάγνωσμα. Τώρα γυρίζω σε άδειους δρόμους, πνιγμένους μες στη βουή των αυτοκινήτων, δήθεν καλοζωϊσμένους, μα άδειους. Γράμματα στοιβαγμένα σε εισόδους, άνθρωποι στα οχήματα. Θα μου πεις…
Δεν ήμουν φτιαγμένος να βγάλω φωτιά απ’ το στόμα, να περπατήσω μες στην χαμένη κινητοποίηση, να ηττηθώ όπως οι άλλοι, εκείνοι που κάποτε θαύμαζα. Να περπατήσω, ανάμεσα στα λυσσασμένα κορμιά, διεκδικώντας μια ζωή που σου ζητά το λόγο, έχει κι αυτό τη γλύκα του. Ίσως δε σκέφτηκα σωστά, ίσως συρρίκνωσα το όνειρο σε ό,τι άντεχε η αγοραστική μου δύναμη, θα μου πεις. Ναι ίσως, θα σου απαντήσω. Κι ύστερα φίλε μου, θα κοιτάξουμε τριγύρω τα μονοπάτια εκείνα του κέντρου που περπατήσαμε, και παίρνοντας βαθιά ανάσα, θα ξαποστάσουμε.
Μετά γύρισες σπίτι, η νύχτα πέρασε. Ξύπνησες νωρίς απ’ τη βροχή που έπεφτε σαν ήχος από κανόνι στο μπαλκόνι. Η βροχή χτυπούσε επίμονα, η αγωνία αν έχεις αφήσει κάτι έξω χτυπούσε επίμονα, η έννοια πως πρέπει να σηκωθείς χτυπούσε επίμονα, η σκέψη πως δεν υπάρχει αναβολή το ίδιο.
Δεν σε αφήνει το άγχος να πιστέψεις σε τίποτα, κυρίως σε αυτό που επιμένει να φωνάζει ο εαυτός σου. Σηκώθηκες βιαστικά, έκανες τσιγάρο και καφέ, το στομάχι παραπονέθηκε κι αυτό με τη σειρά του. Διάβασες μια είδηση που σε τάραξε και είπες για το περιτύλιγμα απ’ το οποίο ο φρεσκολουσμένος, καθάριος κόσμος παρατηρεί το βρώμικο, τον μίζερο εκείνης της απέναντι όχθης. Σκέφτηκες πως θα ήθελες να βγεις στους δρόμους, να νιώθεις με κάτι άλλο πέρα απ’ αυτό που σου επιτρέπουν οι μέρες του αυταρχισμού.