Οι ερευνητές από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ισραήλ, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή ενδοκρινολογίας Τζιλ 'Ατζμον του Κολλεγίου Ιατρικής 'Αλμπερτ Αϊνστάιν της Νέας Υόρκης και του Πανεπιστημίου της Χάϊφα, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science Advances", σύμφωνα με τους «Τάιμς της Ν.Υόρκης».
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι, μελετώντας τα γονίδια της μακροζωίας, θα καταφέρουν να αναπτύξουν φάρμακα που θα μιμούνται τη δράση τους και θα έτσι επιβραδύνουν τη γήρανση - μια προσπάθεια που μέχρι στιγμής πάντως προχωρά αργά και εν μέσω ποικίλων εμποδίων.
Τα καθόλου αμελητέα κέρδη στο προσδόκιμο ζωής από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα (π.χ. ένας Γερμανός το 1875 περίμενε νε ζήσει με το ζόρι έως τα 39, ενώ σήμερα ξεπερνά τα 80) οφείλονται κυρίως στις προόδους στην υγιεινή, στην ιατρική, στη διατροφή κ.α.
Από την άλλη, η κληρονομικότητα παίζει πάντα ένα ρόλο (αν και όχι εξίσου σημαντικό) στο πόσα χρόνια οι άνθρωποι θα ζήσουν. Έτσι, όπως έχουν δείξει προηγούμενες μελέτες, οι πανομοιότυποι δίδυμοι που έχουν κοινό το 100% των γονιδίων τους, τείνουν να έχουν παρόμοιες διάρκειες ζωής. Ενώ άλλη έρευνα έχει δείξει ότι οι στενοί συγγενείς είναι πιθανότερο να πεθάνουν σε παρόμοια ηλικία από ό,τι οι μακρινοί συγγενείς.
Παρόλη όμως αυτή τη γενετική συνιστώσα που επηρεάζει το προσδόκιμο ζωής, μέχρι σήμερα οι γενετιστές έχουν ανακαλύψει ελάχιστα γονίδια που ξεκάθαρα επιδρούν στη διάρκεια της ζωής. Για «πραγματική απογοήτευση» έκανε λόγο ο γενετιστής Νιρ Μπαρζιλάι του Κολλεγίου 'Αλμπερτ Αϊνστάιν.
Η νέα γονιδιακή μετάλλαξη, που ανακαλύφθηκε αρχικά σε μια μελέτη μεταξύ 567 Εβραίων άνω των 60 ετών και των παιδιών τους, υπάρχει στο 12% των ανδρών που ξεπερνούν τα 100 έτη. Η αναλογία αυτή είναι περίπου τριπλάσια από το ποσοστό που το γονίδιο υπάρχει στους 70χρονους. Στις γυναίκες όμως η συχνότητα του γονιδίου δεν διαφέρει ανάμεσα στις 70χρονες και σε όσες τα έχουν εκατοστήσει.