Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ο «βάτρακλος», όπως τον αποκαλούν στην Κάρπαθο, ή Pelophylax Cerigensis είναι ένα αμφίβιο ενδημικό στο νησί, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στα «κρισίμως κινδυνεύοντα» είδη λόγω του εξαιρετικά μικρού πληθυσμού του. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, οπότε και τον πρωτομελέτησαν Ελβετοί βιολόγοι, η επιστημονική κοινότητα δεν ήξερε τίποτα για τη σπανιότητα του είδους. Το 2002 ιδρύθηκε ο φορέας διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής (που περιλαμβάνει το βόρειο κομμάτι της Καρπάθου, τη νήσο Σαρία και τη θαλάσσια περιοχή τους) και ακολούθησαν οι πρώτες προσπάθειες για τη μελέτη του.
Τον Ιανουάριο, μια μικρή ομάδα επιστημόνων από τα Πανεπιστήμια Αθηνών και Ιωαννίνων και το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Κρήτης ξεκίνησε, με τοπικό συνεργάτη τον φορέα, ένα πρόγραμμα μελέτης του σπανιότατου αυτού είδους. Στόχος του, να αυξήσει την επιστημονική γνώση και να ευαισθητοποιήσει την τοπική κοινωνία. Ο Παναγιώτης Παφίλης, επίκουρος καθηγητής Ζωικής Ποικιλότητας στο Τμήμα Βιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι ο συντονιστής της ομάδας. «Ο βάτραχος της Καρπάθου είναι ένα είδος διπλά απομονωμένο: ζει σε νησί και αναπαράγεται σε γλυκό νερό. Αυτό σημαίνει ότι αρκούν δύο συνεχόμενες χρονιές ανομβρίας για να εξαφανιστεί», εξηγεί.
Επειδή η ανομβρία δεν περιορίζεται στα καιρικά φαινόμενα, αλλά και... στις πηγές χρηματοδότησης της επιστημονικής κοινότητας, η ομάδα αναζήτησε διεθνή βοήθεια: υπέβαλε την πρόταση του προγράμματος στο Ταμείο Διατήρησης Προστατευόμενων Ειδών «Μοχάμεντ μπιν Ζάγεντ» και έλαβε την απαραίτητη οικονομική στήριξη. «Επειδή η γνώση για το σπάνιο αυτό είδος ήταν αποσπασματική, ξεκινήσαμε ουσιαστικά από το μηδέν. Επρεπε να μάθουμε βασικά στοιχεία βιολογίας του είδους: πού ζει, τι τρώει, πού κινείται. Εκεί ήταν καθοριστική η συμβολή των ανθρώπων του φορέα διαχείρισης της προστατευόμενης περιοχής του νησιού, που μας κατηύθυναν σε απομακρυσμένες περιοχές. Στη συνέχεια ηχογραφήσαμε τα κοάσματά του για να τα αποτυπώσουμε σε ηχόγραμμα. Βλέπετε, το κάθε είδος βατράχου έχει μια εντελώς διαφορετική συχνότητα κοασμάτων, από την οποία μπορούμε να αναγνωρίσουμε το είδος, κάτι σαν το δικό μας δακτυλικό αποτύπωμα. Τέλος, πήραμε δείγματα σάλιου από τον βάτραχο για να γίνει ανάλυση γενετικής ποικιλότητας».
Οι επιστήμονες εξετάζουν αν είναι εφικτό το είδος να αναπαραχθεί ex situ -αλλά πάντα στην Κάρπαθο- προκειμένου να διασωθεί σε περίπτωση μιας παρατεταμένης ξηρασίας. Παράλληλα δοκιμάζουν διάφορες ιδέες για να αυξήσουν τους βιοτόπους του.
Η δουλειά που γίνεται στην Κάρπαθο από την επιστημονική ομάδα έγινε δεκτή με χαρά από τον τοπικό φορέα διαχείρισης, ίσως τον μικρότερο στη χώρα αφού αριθμεί μόλις 7 άτομα προσωπικό. «Εχει τύχει να προσλαμβάνονται επιστήμονες και έπειτα από λίγους μήνες να παραιτούνται, γιατί η ζωή στην Κάρπαθο τον χειμώνα είναι δύσκολη», εξηγεί η επικεφαλής του φορέα -και διευθύντρια Δασών Ρεθύμνου- Χαρίκλεια Καργιολάκη. «Είναι όμως ένας ιδιαίτερος τόπος και πολιτισμικά αλλά και περιβαλλοντικά. Φιλοξενεί αρκετά ενδημικά είδη, είναι ένα από τα “σπίτια” της μεσογειακής φώκιας, πέρασμα για τα αποδημητικά πουλιά». Να σημειωθεί, πάντως, ότι παρά τη μεγάλη σημασία της περιοχής Καρπάθου - Σαρίας, το σχέδιο για τη μετατροπή της στο τρίτο εθνικό θαλάσσιο πάρκο της χώρας, που δόθηκε σε διαβούλευση το 2011, δεν ευοδώθηκε.
Πηγή: Καθημερινή