Θανάσης Βέγγος
Από τη λίστα, ακόμα κι αν ψηφίζαμε για τη διαμόρφωσή της, δεν θα μπορούσε με τίποτα να απουσιάζει ο «καλός μας άνθρωπος», Θανάσης Βέγγος. Για περισσότερα από πενήντα χρόνια, αποτέλεσε έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του τόπου μας. Οι ατάκες του μεγάλωσαν περισσότερες από τρεις γενιές Ελλήνων. Κράτησε πολύ σεμνή στάση καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του, ενώ αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο. Μερικές από τις πιο λατρεμένες του ταινίες είναι: «Θου-Βου: Πράκτωρ 000», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;», «Πολυτεχνίτης κι Ερημοσπίτης», «Ο Άνθρωπος που έτρεχε πολύ».
Nτίνος Ηλιόπουλος
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος λάτρευε την έβδομη τέχνη. Ο κινηματογράφος είχε μπει στη ζωή του από το 1948, όταν έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Στη συνέχεια, έπαιξε σε περισσότερα από 90 φιλμς, πολλά από τα οποία έμειναν ως κλασσικά, όπως: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Κακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Το Δόλωμα» (1964), «Η Κοροϊδάρα» (1967), «Ο Στρατής παραστράτησε» (1969). Το 1986 συμμετέχει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μελισσοκόμος».
Μίμης Φωτόπουλος
Ο κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός έκανε πρεμιέρα στη θεατρική του καριέρα το 1932 σε ηλικία 19 ετών, στην παράσταση Λοκαντιέρα, με το θίασο Κουνελάκη. Δύο χρόνια αργότερα αναχώρησε για την πρώτη του περιοδεία, με το θίασο Δράματος, κωμωδίας, κωμειδυλλίου και επιθεωρήσεως του Θεμιστοκλή Νέζερ. Λίγο πριν από τον πόλεμο του '40 έκανε ένα σύντομο πέρασμα απ' το χώρο του βαριετέ και το θέατρο της Κατερίνας, συμμετέχοντας σε πολεμικές επιθεωρήσεις και μουσικές ηθογραφίες.
Ο Μίμης Φωτόπουλος συνεργάστηκε με πολλούς θιάσους και γνωστούς συναδέλφους του, ενώ κάποιες από τις σημαντικότερες συμμετοχές του ήταν στο Βυσσινόκηπο του Τσέχοφ με τον πρωτοεμφανιζόμενο θίασο του Κάρολου Κουν, στις Αγριόπαπιες του Ίψεν στο θέατρο Τέχνης, στο Όνειρο καλοκαιρινής νύκτας του Σαίξπηρ στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου. Το 1952 δημιούργησε τον δικό του θίασο, με τον οποίο περιόδευσε στην Κύπρο, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στη Γερμανία, ακόμα και στην Αμερική.
Κώστας Χατζηχρήστος
Ο πιο αγαπητός και διάσημος «βλάχος» του ελληνικού κινηματογράφου, θα μείνει για πάντα στην ιστορία. Η μορφή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη χρυσή εποχή της επιθεώρησης και του εμπορικού κινηματογράφου. Οι ατάκες του «Τίποτας», «Ασουπή», «Αμ’ πώς;», «Τ' άκοσες πολί μου», άφησαν εποχή. Ο Κώστας Χατζηχρήστος το 1959 αποτελεί πλέον μια ισχυρή παρουσία στο χώρο του ελαφρού θεάτρου (κωμωδία, επιθεώρηση), τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως θεατρικός παραγωγός. Δαπανά μεγάλα ποσά για άρτιες θεατρικές παραγωγές και συνεργάζεται με την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Με ηθοποιούς, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Γιάννης Γκιωνάκης και θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Νίκος Τσιφόρος και ο Σωτήρης Πατατζής. Κάνει πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μεγάλη επιτυχία.
Βασίλης Αυλωνίτης
Ο ταλαντούχος Βασίλης Αυλωνίτης εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον κινηματογράφο το 1929, στην ταινία «Μαρία η Πενταγιώτισσα» του Αχιλλέα Μαδρά. Ακολούθησαν άλλες ογδόντα, από τις οποίες ξεχωρίζουν «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Λατέρνα Φτώχεια και Φιλότιμο» (1955), «Το Αμαξάκι» (1957), «Λατέρνα Φτώχεια και Γαρύφαλλο» (1957), «Ο Θησαυρός του Μακαρίτη» (1959), «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο Κοντός» (1960), «Η Χιονάτη και τα 7 Γεροντοπαλίκαρα» (1960), «Η Κυρία Δήμαρχος» (1960), «Τέρμα τα Δίφραγκα» (1962), «Οι Γαμπροί της Ευτυχίας» (1962), «Κορόιδο Γαμπρέ» (1962), «Ο Παράς κι ο Φουκαράς» (1964), «Η Σοφερίνα» (1964), «Ησαΐα χόρευε» (1966), «Ο Πεθερόπληκτος» (1968), «Κάθε Κατεργάρης στον Πάγκο του» (1969). Η τελευταία του εμφάνιση είναι στην ταινία «Η Αριστοκράτισσα και ο Αλήτης» το 1970. Λίγες μέρες αφότου ολοκληρώθηκαν τα γυρίσματα, στις 10 Μαρτίου, πέθανε από καρδιακή προσβολή.
Γεωργία Βασιλειάδου
Κάνοντας την πρώτη της εμφάνιση το 1930 στην ταινία του ολλανδού ηθοποιού και σκηνοθέτη Λου Τέλεγκεν «Το Όνειρον του γλύπτου», η Γεωργία Βασιλειάδου εξελίχθηκε σε μία από τις πιο λατρεμένες προσωπικότητες της μεγάλης οθόνης κατά τη δεκαετία του ‘50, πρωταγωνιστώντας σε ιδιαίτερα δημοφιλείς κωμωδίες, όπως «Το Στραβόξυλο» (1952), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959).
Στο μυαλό μας είναι συνυφασμένη με τους ρόλους της καφετζούς, μ' ένα φλυτζάνι στο χέρι, ή της Τσιγγάνας, η οποία λέει εκείνη τη χαρακτηριστική φράση «μεγάλη πόρτα θα διαβείς»! Όσοι γνωρίζουν την πορεία της, αναφέρουν πως το όνομά της ήταν αρκετό για να προσελκύσει κόσμο στα ταμεία. Πάντα οι συγγραφείς της επιθεώρησης έκοβαν και έραβαν κάποιο ρόλο στα μέτρα της, μέσα από τον οποίο η αγαπητή ηθοποιός σατίριζε τον ίδιο τον εαυτό της και κυρίως την «ομορφιά» της.
Διονύσης Παπαγιαννόπουλος
Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνισή του μεγάλου κωμικού ηθοποιού ήταν το 1947, στην ταινία «Παιδιά της Αθήνας» του Τάκη Μπακόπουλου. Ακολούθησαν άλλες 134 ταινίες, στις περισσότερες από τις οποίες κράτησε δευτερεύοντες ρόλους, κλέβοντας όμως πάντα την παράσταση. Ξεχωρίζουν: «Το Ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» (1959), «Χτυποκάρδια στο θρανίο» (1963), «Η βίλα των οργίων» (1964), «Μια τρελή, τρελή οικογένεια» (1965), «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965), «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» (1967), «Για ποιον χτυπά η κουδούνα» (1968), «Ένας ιππότης για τη Βασούλα» (1968), «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» (1970), «Ο Κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» (1977). Το ρόλο του Μπαρμπα-Γιώργη είχε ενσαρκώσει με μεγάλη επιτυχία και στην τηλεοπτική σειρά «Το Λούνα Παρκ» το 1974.