«Ολιγώτερον θα φάγωμεν, κύριοι, ολιγώτερον θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερον θα θέσωμεν εις την τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών(...) Αντιληφθείτε το όλοι οι Έλληνες. Δεν είναι καιρός να επιδιώξωμεν την ικανοποίησιν εις ότι αφορά τον ευδαιμονισμόν».
Το μυαλό ορισμένων ίσως και να πήγε στα προκλητικά νυχτερινά ξεσαλώματα στα παραλιακά κέντρα, όπου οι εκλεκτοί της χούντας καίγανε χαρτονομίσματα ανάμεσα σε σπασμένα πιάτα και ποταμούς ουίσκι. Τα πράγματα όμως, όπως τα εξειδίκευσε λίγον καιρό αργότερα ο Γεώργιος Μακαρέζος, ήταν κάπως πιο δυσάρεστα.
«Το κρέας αποτελεί προϊόν, του οποίου το κόστος και αντιστοίχως η τιμή διαθέσεως τυγχάνουν υψηλά, διό κατά κανόνα καταναλίσκεται τούτο περισσότερον εις χώρας με υψηλόν βιοτικόν επίπεδον» αποφάνθηκε βαρύγδουπα και με τον κωμικό τρόπο των συνταγματαρχών ο «αντιπρόεδρος» της «κυβερνήσεως», δίνοντας το μήνυμα της λιτότητας.
Μέσα σε λίγους μόλις μήνες η τιμή της μπριζολίτσας είχε εκτοξευθεί κατά 38% ακριβότερα και το διαβόητο «οικονομικό θαύμα της Χούντας», έδειχνε ότι έτρεχε έξω από τις ράγες. Ενδεικτικά, ο πληθωρισμός που διέβρωνε τα λαϊκά εισοδήματα, από 4,8% του 1966, είχε σκαρφαλώσει στις αρχές του 1974 στο 26,9% και η ανάπτυξη είχε πέσει στα Τάρταρα.
Ένα νέο κύμα μετανάστευσης, φορτωμένο στα τραίνα της ξενητειάς, σάρωνε την έρημη χώρα, οδηγώντας χιλιάδες φθηνά εργατικά χέρια στις αγορές των δυτικών κέντρων.
Σαρανταοκτώ χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα της 21ης Απριλίου που τα ραδιόφωνα παιάνιζαν από τις πρώτες πρωινές ώρες στρατιωτικά εμβατήρια, πλέχθηκε επιτήδεια, στηριγμένος προφανώς και στην κόπωση της Μεταπολίτευσης, ένας πέρα για πέρα αβάσιμος μύθος για το δήθεν οικονομικό θαύμα της Χούντας και την (ανύπαρκτη στην πραγματικότητα) νοικοκυροσύνη των δικτατόρων.
Η πραγματικότητα, είναι εντελώς αντίθετη. Σπάνια στην πολιτική ιστορία της χώρας, το δημόσιο χρήμα διασπαθίστηκε και λεηλατήθηκε με τόση αβερτοσύνη σε πολυεθνικές και εγχώριες εταιρείες, με θαλασσοδάνεια σε ημετέρους και απερίγραπτες παροχές σε ορισμένους κλάδους, αλλά και σε εσωτερική μοιρασιά μεταξύ των υπαιτίων και των οικογενειών τους, οι οποίο το πρώτο πράγμα για το οποίο μερίμνησαν, ήταν να δώσουν γιγάντιες αυξήσεις στους μισθούς εαυτών και αλλήλων...
Στην πρώτη γραμμή αυτού του μύθου, είναι το αφελές και ανεδαφικό επιχείρημα ότι η χούντα δεν άφησε χρέος. Τα στοιχεία όμως που έδωσε προ διετίας η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποδεικνύουν του λόγου το (αν)αληθές, καθώς αποδεικνύουν ότι η Δικτατορία παρέδωσε σημαντικό δημόσιο χρέος, το οποίο ανερχόταν στο 20,8% του ΑΕΠ.
Με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, το χρέος αυτό από 32 δισ. δρχ. το 1966 εκτινάχτηκε στα 114 δισ. δρχ. το 1974. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το εξωτερικό χρέος έγινε 1,5 φορά μεγαλύτερο απ’ όσο είχε φθάσει σε διάστηµα 145 χρόνων, ήγουν από καταβολής ελληνικού κράτους!
Ήταν μια βαρειά κληρονομιά που έπεσε στις πλάτες των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, οι οποίες, βεβαίως, μόνο άμοιρες ευθυνών δεν είναι για τη σημερινή οικτρή κατάσταση. Αλλά, τουλάχιστον, είναι ώρα να τελειώνουμε με τα παραμύθια για τη... χρηστή διαχείριση των ξενοκίνητων δικτατόρων, που έπεσαν ατιμωτικά έχοντας προδώσει την Κύπρο στον Αττίλα…
(Χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από το εξαιρετικό βιβλίο του δημοσιογράφου Διονύση Ελευθεράτου, «Λαμόγια στο χακί - Οικονομικά ‘‘θαύματα’’ και θύματα της χούντας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος)