Οπως εξηγεί στο άρθρο, ο Σουλτάνος, δεν είχε παρά να κοιτάξει έντονα μία κοπέλα, ή να της κάνει σχόλιο θαυμασμού και κέρδιζε το προσωνύμιο «guzdheh» που σήμαινε ότι ο σουλτάνος την έχει «βάλει στο μάτι».
Τα "χρυσά" κλουβιά των σουλτάνων
Mε αφορμή την πρεμιέρα του έργου του Μότσαρτ «Απαγωγή από το Σεράϊ» στο Γκλιντεμπορν Opera του Σάσεξ, η Daily Mail, μας κάνει μία ξενάγηση στην πραγματική ιστορία πίσω από το έργο, παρουσιάζοντας πώς πραγματικά ήταν τα χαρέμια στην εποχή των σουλτάνων.
Αμέσως η κοπέλα μεταφερόταν σε δικό της διαμέρισμα με ένα στρατό υπηρετών. Ο Φύλακας των Λουτρών την έβαζε να κάνει μασάζ με αρωματικά έλαια ενώ τα μαλλιά της λούζονταν με νερό από ασημένια κανάτια και δένονταν με μαργαριτάρια. Το σώμα της θα έπρεπε να είναι ξυρισμένο και βαμμένα τα νύχια της. Στη συνέχεια περνούσε στους θαλάμους ένδυσης ώστε να τη στολίσουν με μετάξια και κοσμήματα.
Μόλις ολοκληρωνόταν η περιποίηση, την οδηγούσαν στην κρεβατοκάμαρα του Σουλτάνου συνοδευόμενη από έναν ευνούχο του παλατιού, ο οποίος την τοποθετούσε στα κατωπόδαρα του κρεβατιού.
Το κρεβάτι του σουλτάνου ήταν ένα παλάτι σε μικρογραφία και έμοιαζε με απομίμηση ρωμαϊκού ναού με κίονες από πτυχωτό ασήμι. Κρυστάλλινα λιοντάρια πλαισίωναν τις γωνίες και τα παραπετάσματα ήταν χρυσά μπροκάρ. Ένα φανάρι από ασήμι με χρυσή επίστρωση και ρουμπίνια κρεμόταν από το ταβάνι και δίπλα στο κρεβάτι του Σουλτάνου ήταν το τόξο και τα βέλη του.
Τα μυστικά του χαρεμιού συναρπάζουν τους Δυτικούς επισκέπτες στην Κωνσταντινούπολη, εδώ και αιώνες, με τα περιφραγμένα παλάτια με μυστικούς διαδρόμους, το σπίτι σε 370 γυναίκες - 12 συζύγους, παλλακίδες και παρθένες - και 127 ευνούχους.
Τον 18ο αιώνα, οι ταξιδιώτες έφερναν στις χώρες τους ιστορίες και αναμνηστικά από την Κωνσταντινούπολη, που ενέπνευσαν τη μόδα «Turquerie» - απομιμήσεις της τουρκικής τέχνης και του πολιτισμού - στις μοντέρνες ευρωπαϊκές πόλεις. Οι Βρετανοί αριστοκράτες έστηναν κιόσκια αντάξια ενός σουλτάνου στους κήπους τους, οι Παριζιάνοι επιπλοποιοί στόλιζαν με Οθωμανικά σχέδια τις δημιουργίες του και στη Βιέννη, το 1781, ο συνθέτης Βολφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ έγραψε το μνημειώδες κωμικό έργο του «Die Entführung aus dem Serail» (=Η Απαγωγή από το Σεράι) το οποίο παρουσιάζει τις προσπάθειες της ενός νεαρού Ισπανού ευγενή ονόματι Μπελμόντε, που έχει ως στόχο να σώσει την αρραβωνιαστικιά του Κονστάνζ από τον Πασά Σελίμ, τον Τούρκο δυνάστη που την έκλεψε. Η ιστορία περιλαμβάνει πειρατές, δουλεμπόρους, απειλές, δολοφονίες και αγωνία, μέχρι που στο τέλος η αγάπη θριαμβεύει.
Όμως αυτό που είχε εντυπωσιάσει περισσότερο τους Δυτικούς και αποτέλεσε έμπνευση για τον Μότσαρτ, ήταν το ίδιο το Σαράϊ και η ζωή μέσα σε αυτό.
Οπως εξηγεί ο Νόρμαν Πένζερ από το Κέμπριτζ: «Οι περισσότεροι από εμάς εξακολουθούν να φαντάζονται ότι ο Σουλτάνος ήταν ένας φαύλος γέρος δυνάστης που περνούσε όλο το χρόνο του στο χαρέμι, περιτριγυρισμένος από εκατοντάδες ημίγυμνες γυναίκες σε μια ατμόσφαιρα με βαριά αρώματα, δροσερά σιντριβάνια, και απαλή μουσική»
Σύμφωνα με τον Πένζερ, η φράση χαρέμι και σαράι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά, αλλά έχουν ελαφρώς διαφορετικές σημασίες. Η λέξη Χαρέμι είναι δανεισμένη από την αραβική λέξη Χαράμ – που σημαίνει παράνομο. Η λέξη υπονοεί ένα απαραβίαστο καταφύγιο για τη γυναίκα, όπου κανένας αρσενικός ξένος δεν μπορεί να μπει. Από την άλλη το Σαράι, προέρχεται από την ιταλική Serraglio - ένα κλουβί για άγρια ζώα. Είναι μια λέξη που συνδυάζει τις ιδέες της αιχμαλωσίας και του άγριου ζωώδους ενστίκτου.
Το μεγαλύτερο χαρέμι ήταν το παλάτι Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, όπου για εκατοντάδες χρόνια οι γυναίκες,οι παλλακίδες και οι ευνούχοι ζούσαν σε εξαιρετική λαμπρότητα και απόλυτη απομόνωση από τον έξω κόσμο.
Περισσότερα από 300 δωμάτια οδηγούσαν σε 44 αυλές. Υπήρχαν λουτρά, ένα τζαμί, κήποι, σιντριβάνια, υδραγωγεία, πτηνοτροφεία, ακόμη και μια βάρκα στη λίμνη από την οποία ο Σουλτάνος μπορούσε να πετάξει τον γελωτοποιό στο νερό για να διασκεδάσει.
Οσο για το φαγητό, υπήρχαν 10 κουζίνες που εξυπηρετούσαν το χαρέμι με εκλεκτές λιχουδιές: δαμάσκηνα από την Αίγυπτο, μέλια από τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, δροσερά σορμπέ, λάδι από την Ελλάδα, περιστέρια και φραγκόκοτες και πεπόνια από τον Όλυμπο. Τα τουρκικά επιδόρπια ήταν αρωματισμένα με μούρα, λευκά σταφύλια, βερίκοκα και ροδόνερο.
Το χαρέμι ήταν πλούσιο, αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ήταν μια φυλακή. Κάθε παράθυρο πάνω από το Βόσπορο - το στενό που χώριζε την Ευρώπη και την Ασία- έκλεινε με σιδερένια κάγκελα και μία φρουρά 50 ανδρών στεκόταν στις κύριες πύλες, ενώ τη νύχτα ο αριθμός τους διπλασιαζόταν από γενίτσαρους και μία μονάδα πεζικού οπλισμένη με γιαταγάνια. Μέσα στο παλάτι, οι γυναίκες ήταν κάτω από την επιτήρηση των ευνούχων.
Ακόμα κι εκεί όμως υπήρχε μία ιεραρχία: Οι λευκοί ευνούχοι από τη Γεωργία, την Ουγγαρία και την Κροατία ήταν επιφορτισμένοι με διοικητικά και γραμματειακά καθήκοντα, ενώ οι έγχρωμοι από την Αβησσυνία και το Σουδάν έκαναν χειρωνακτικές εργασίες. Ολοι τους ωστόσο ήταν σκλάβοι που είχαν ευνουχιστεί κατά την εισαγωγή τους στο παλάτι, ενώ οι γιατροί του σουλτάνου τους εξέταζαν κάθε τόσο για να βεβαιωθούν ότι δεν είχε ξαναβγεί κάτι που δεν έπρεπε.
Έτσι με τους ευνούχους να τις παρακολουθούν μέσα στο παλάτι και τους φρουρούς έξω, οι γυναίκες του χαρεμιού ήταν παραδείσια πουλιά σε χρυσό κλουβί και η ποινή για την ανταρσία τους ήταν άμεση και ανελέητη.
O επικεφαλής ευνούχος Κισλάρ Αγάς ενημέρωνε τους γενίτσαρους όταν εξαφανιζόταν μία γυναίκα. Αν την έβρισκαν, την πετούσαν στο Βόσπορο μέσα σε ένα σακί γεμάτο πέτρες.
Σε μια τρομακτική περίπτωση, ο Σουλτάνος Ιμπραήμ, ο οποίος κυβέρνησε μεταξύ 1640 και 1648, αποφάσισε να δολοφονήσει ολόκληρο το χαρέμι του γιατί.. το βαρέθηκε και ήθελε να έχει την ευχαρίστηση της δημιουργίας ενός νέου. Πιστεύεται ότι έπνιξε περισσότερες από 300 γυναίκες.
Το σαράι του Παλατιού Τοπ Καπί ήταν το ωραιότερο - και πιο σκληρό - της αυτοκρατορίας, αλλά στο μυαλό των Δυτικοευρωπαίων δεν ήταν παρά ένα από τον τεράστιο αριθμό των οθωμανικών ανακτόρων ευχαρίστησης όπου αρωματισμένες παρθένες ξάπλωναν στα κρεβάτια των πασάδων και τόπος ακολασίας, όπου η κόρη, η αδελφή ή η αρραβωνιαστικιά τους θα μπορούσε να απαχθεί και να υποδουλωθεί.
Δεν ήταν μόνο ο Μότσαρτ που τροφοδότησε αυτόν τον φόβο και τον ερωτισμό. Βικτοριανοί ζωγράφοι, όπως ο Τζον Φρέντρικ Λιούις, Φρέντρικ Λέιτον και Φρανκ Ντίξι ταξίδεψαν στη Βόρεια Αφρική και την Εγγύς Ανατολή για να ζωγραφίσουν σκηνές νωχελικών γυναικών σε τυρκουάζ πισίνες. Το έργο του Φρανκ Ντίξι «Leila» είναι χαρακτηριστικό αυτού του ύφους ζωγραφικής.