Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Johannes Hofer, φοιτητής ιατρικής, παρατήρησε μία περίεργη ασθένεια που επηρέαζε τους Ελβετούς μισθοφόρους που υπηρετούσαν στο εξωτερικό.
Tα συμπτώματά της, αυπνία, κόπωση, αρρυθμίες, πυρετός και δυσπεψία, ήταν τόσο έντονα που οι μισθοφόροι συχνά απαλλάσσονταν των καθηκόντων τους. Ο Hofer παρατήρησε πως η αιτία της κατάστασης αυτής δεν ήταν κάποια σωματική διαταραχή αλλά η έντονη λαχτάρα των μισθοφόρων για τον επαναπατρισμό τους.
Έτσι βάφτισε την αθένεια αυτή νοσταλγία, από τις ελληνικές λέξεις ¨νόστος" που σημαίνει "επιστροφή στην πατρίδα" και "άλγος" που σημαίνει "πόνος", ψυχικός και σωματικός.
Aρχικά, η νοσταλγία θεωρείτο κατ΄ αποκλειστικότητα, βάσανο των Ελβετών και κάποιοι γιατροί εκτιμούσαν πως η συνεχής έκθεση στον ήχο των κουδουνιών των αγελάδων, τραυμάτιζε τα τύμπανα των αυτιών καθώς και τον εγκέφαλο των ντόπιων. Kάποιοι διοικητές απαγόρευαν στους στρατιώτες να τραγουδούν παραδοσιακά ελβετικά άσματα, φοβούμενοι ότι πιθανώς θα τους οδηγούσε σε λιποταξία ή αυτοκτονία.
Όμως με την έξαρση του φαινομένου της μετανάστευσης παγκοσμίως, η νοσταλγία άρχισε να παρατηρείται και σε άλλες ομάδες ανθρώπων. Αποδείχθηκε, πως οποιοσδήποτε είχε αποχωριστεί την πατρίδα του για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήταν ευάλωτος στη νοσταλγία.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η νοσταλγία έπαψε να θεωρείται ασθένεια νευρολογικής φύσεως και χαρακτηρίστηκε ψυχική ασθένεια, όμοια με την κατάθλιψη, και οι ψυχολόγοι της εποχής, πιθανολογούσαν την άρνηση της ενηλικίωσης ως την αιτία του κακού.
Στις επόμενες δεκαετίες, η κατανόηση της νοσταλγίας άλλαξε ριζικά.
Πρώτον, η έννοιά της διευρύνθηκε. Η νοσταλγία πλέον δεν σήμαινε μόνο λαχτάρα για την πατρίδα, αλλά και λαχτάρα για το παρελθόν.
Και, από τρομερή ασθένεια, αναβαθμίστηλε πλέον σε μία έντονη και ευχάριστη εμπειρία. Έξοχο παράδειγμα της μεταστροφής αυτής, η διαπίστωση του Marcel Proust, ο οποίος τρώγοντας ένα γλυκό που είχε να γευθεί από την παιδική ηλικία του, περιέγραψε την αναβίωση της εμπειρίας σαν ένα ζεστό χείμαρρο δυνατών συναισθηματικών αλληλουχιών.
Όμως τι προκάλεσε αυτή την μεγάλη ανατροπή στον τρόπο αντίληψης της νοσταλγίας;
To βάρος των επιστημονικών ερευνών μετατοπίστηκε από την θεωρία στην συστηματική εμπειρική παρατήρηση. Διαπιστώθηκε έτσι, πως πολλά από τα αρνητικά συμπτώματα, απλώς συσχετίζονταν με την νοσταλγία και δεν προέρχονταν από αυτή. Η περίπλοκη αυτή συναισθηματική κατάσταση, στην οποία συνυπάρχουν αντικρουόμενα αισθήματα όπως θλίψη, απώλεια αλλά και ευδαιμονία δεν παράγει μονάχα αρνητική διάθεση. Αντιθέτως. Επιτρέποντας στο άτομο να αναπολήσει προσωπικές στιγμές αξίας, που μοιράστηκε με άλλους, η νοσταλγία μπορεί να εκτοξέυσει τα επίπεδα ευτυχίας.
Mελέτες έδειξαν ότι η μελαγχολία αυξάνει το αίσθημα της αυτοεκτίμησης και της ψυχολογικής ωρίμανσης. Επίσης, ολοκληρώνει την ανάγκη του ατόμου να ανήκει σε ένα κοινωνικό σύνολο και αυξάνει τις φιλανθρωπικές δραστηριότητές του.
Νοσταλγώντας, το άτομο δεν πέφτει σε κατάσταση θλίψης και δυσφορίας. Αντιθέτως, η νοσταλγία λειτουργεί ως τονωτική ένεση που το βοηθά να αντιμετωπίσει και ανταπεξέλθει επιτυχώς σε οτιδήποτε θα μπορούσε να το καταβάλλει.
Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι βιώνουν αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις, τείνουν να χρησιμοποιούν τη μελαγχολία ως όπλο για την καταπολέμηση της δυστυχίας και της ενδυνάμωση της ευτυχίας.
Η νοσταλγία, μας βοηθά να θυμηθούμε ξανά το νόημα και την αξία της ζωής. Τονώνει την αυτοπεποίθηση και ενδυναμώνει τα κίνητρά μας, ώστε να αναπεξέλθουμε στις μελλοντικές προκλήσεις. Δεν είναι μία ασθένεια την οποία οφείλουμε να καταπολεμήσουμε αλλά ένα ακόμη εργαλείο στην εργαλειοθήκη μας.
Άλλωστε όπως λέει και ο σοφός λαός: "αν θέλεις να πας μπροστά, πήγαινε πίσω και πάρε φόρα."