Γύρναγα αγέρωχος τότε, στα καλντιρίμια του χωριού μου και μ΄αρωτούσαν οι γριές Αρβανίτισσες που πιάνανε τ΄ απόσκια στις αυλές «Εκούγιε Ντιάλ Γιε Μπρε την;».
(Τίνος παιδί είσαι εσύ, δηλαδή…)
«Του Ηλία του Χατζή» απαντούσα υπερήφανα κι αρχίνιζαν αμέσως μετά οι ευχές και οι γόοι στη μνήμη του καλού Πατέρα μου που πέθανε νέος. Για μας τους Αρβανίτες το Πένθος είναι ισόβιο.
Κι ό,τι είμαστε στον απάνω κόσμο, έχωμε ένα αισθηματικό αντίκρυσμα στην άλλη όχθη του Αχέροντα.
Στου παππού μου του Βαγγέλη το ξόδι, βγήκανε όλοι οι εναπομείναντες της σειράς του και την ώρα που τον ανεβάζαμε προς το μισοχώρι, του βάζανε τσιγάρα στη μέσα τσέπη για να κεράσει τους φίλους που τον περιμέναν. «Ε μπρε Γκέλιο» του λέγαν, «Να πας στο καλό και χαιρετίσματα στους δικούς μας»…
Πεθαίνανε οι άνθρωποι τότε στα σπίτια τα δικά μας παληά. Πόσο παληά. Τριάντα μόλις χρόνια νωρίτερα, λέω. Τους κρατούσαμε μαζί μας, μέχρι την τελευταία τους αναλαμπή, τους ξυρίζαμε, μπαίναμε μαζί στο στενοσόκακο του θανάτου. Κατευόδιζε ο κόσμος όσους φεύγαν κι έπαιρνε μετά τη σειρά του. Την σειρά των πραγμάτων που έχει οριστικά σήμερα χαθεί!
Ο κόσμος σήμερα- κάποιος κόσμος…- παρκάρει τους γέρους του στα γηροκομεία. Γιατί, οι γονείς άμα γεράσουν, μυρίζουν ιδιαίτερα, υποφέρουν συχνά από άνοια, είτε θυμούνται ενοχλητικά όλο παληές ιστορίες και είναι εν γένει ιδιότροποι. Δεν είναι κομψό να τους έχεις μέσα στο σπίτι.
Αφού η εποχή αποθεώνει μόνο την αίγλη της νεότητας. Κανένας δεν κλείνει λογαριασμούς. Το θέμα είναι να καταπολεμάς την κυτταρίτιδα. Ή το περιττό βάρος. Και κανείς δεν σκέφτεται δημιουργικά τον Θάνατο και την βιολογική αποδρομή του. Τον απωθούν οι περισσότεροι σαν να μην ο Θεριστής καραδοκεί.