Οι επιστήμονες εκτίμησαν τα επίπεδα θορύβου με βάση τους ταχυδρομικούς κωδικούς των οικιών των συμμετεχόντων, οι οποίοι ζούσαν σε απόσταση έως τεσσάρων χιλιομέτρων περίπου από το αεροδρόμιο. Ως βραδινός θόρυβος από τα αεροπλάνα θεωρήθηκε αυτός από τις 11 το βράδυ έως τις 7 το πρωί.
Σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες (49%) εκτίθεντο σε πάνω από 55 ντεσιμπέλ θορύβου τη μέρα (7 το πρωί έως 11 το βράδυ), ενώ περίπου ένας στους τέσσερις (το 27%) εκτίθεντο σε πάνω από 45 ντεσιμπέλ τα βράδια. Εκτός από τα αεροπλάνα, περίπου ένας στους δέκα (11%) εκτίθετο επίσης σε σημαντικό θόρυβο άνω των 55 ντεσιμπέλ από την κίνηση στο δρόμο.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για κάθε δέκα παραπάνω ντεσιμπέλ θορύβου από τα αεροπλάνα τα βράδια, αυξάνεται κατά 69% ο κίνδυνος υπέρτασης ενός ανθρώπου. Επίσης, ο βραδινός θόρυβος από τα αεροπλάνα σχετίζεται με περίπου διπλάσιο κίνδυνο για καρδιακή αρρυθμία.
Αυξημένος, αλλά όχι στατιστικά σημαντικός (ίσως λόγω του μικρού αριθμού περιστατικών), εμφανίζεται και ο κίνδυνος για εγκεφαλικό. Από την άλλη, η συσχέτιση ανάμεσα στον θόρυβο από την κίνηση των οχημάτων και την υγεία ήταν πολύ πιο αδύναμη, σύμφωνα με την μελέτη. Ακόμη, δεν διαπιστώθηκε κάποια σχέση ανάμεσα στον θόρυβο των αεροπλάνων και στο έμφραγμα ή στο διαβήτη.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η έρευνά τους αναδεικνύει μια συσχέτιση και όχι μια σχέση αιτίας-αποτελέσματος μεταξύ θορύβου και καρδιαγγειακής υγείας, τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο και εωσότου γίνουν νέες μελέτες.
Από ελληνικής πλευράς, στη μελέτη συμμετείχαν επίσης οι Κωνσταντίνα Δημακοπούλου, Κωνσταντίνος Κουτεντάκης, Ιφιγένεια Παπαγεωργίου, Μάρα Κάσδαγλη, Αλέξανδρος Χαραλαμπίδης, Παναγιώτα Σουρτζή και Ευαγγελία Σαμόλη.