Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες «έβαζαν νερό» στο κρασί τους;
Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, κ. Μιχάλη Α. Τιβέριο, οι πρόγονοί μας, σπάνια έπιναν «άκρατον τον οίνον». Η μείξη του με νερό τους εξασφάλιζε, εκτός από την πνευματική διαύγεια και την ψύξη του ποτού.
Οπως είναι γνωστό, το κατ' εξοχήν ποτό των αρχαίων Ελλήνων ήταν ο «θείος οίνος». Ανδρες, γυναίκες και παιδιά γεύονταν το ένθεο αυτό ποτό και ιδιαίτερα οι πρώτοι, που συνομιλούσαν και φλυαρούσαν ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα στους ανδρώνες πίνοντας κρασί. Οι συμμετέχοντες στις κρασοκατανύξεις αυτές συνήθως δεν έχαναν τη διαύγεια του νου τους επειδή το κρασί που κατανάλωναν ήταν νερωμένο. Σπάνια, και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς, οι αρχαίοι Ελληνες έπιναν ανέρωτο κρασί, «άκρατον οίνον». Η ανάμειξη του κρασιού με το νερό γινόταν μέσα σε μεγάλα ευρύστομα αγγεία, γνωστά ως κρατήρες, και η συνήθης αναλογία ήταν τρία μέρη νερού προς ένα οίνου. Αυτή την αναλογία προτείνει και ο Ησίοδος, ο ποιητής της υπαίθρου, δεν λείπουν ωστόσο γραπτές μαρτυρίες που κάνουν λόγο για μείξη με νερό σε μεγαλύτερη αναλογία. Αυτή ακριβώς η κυριαρχία του νερού ήταν που απέτρεπε πολλές δυσάρεστες καταστάσεις για τους πότες. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια που βάζει ο κωμικός ποιητής Αλέξις (4ος-3ος αι. π.Χ.) στο στόμα του Σόλωνα: «Ηδη από τα κάρα τον πουλάνε (τον οίνον) νερωμένο, όχι βέβαια για να κερδίσουν κάτι παραπάνω, αλλά γιατί προνοούν για τους αγοραστές, να έχουν μετά την οινοποσία το κεφάλι ελαφρύ» (μτφρ. Μ. Κοπιδάκη).
Το νερό που χρησιμοποιούσαν για το αραίωμα του κρασιού φρόντιζαν να προέρχεται από «σκιαράν παγάν» (πηγή), από «κρήνην αέναον και απόρρυτον» ή από «ψυχρόν φρέαρ». Ετσι μαζί με τη μείξη του κρασιού τους οι αρχαίοι πετύχαιναν συγχρόνως και την ψύξη του. Πολύ διαδεδομένη ήταν και η πρακτική να χρησιμοποιούν και νερό που προερχόταν από λιώσιμο χιονιού, το οποίο, ως γνωστόν, το συντηρούσαν ακόμη και το καλοκαίρι και το εμπορεύονταν. Ωστόσο είχαν εφεύρει και ιδιαίτερους τρόπους ψύξης του κρασιού. Γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. επινόησαν ένα αγγείο ειδικής κατασκευής που επέτρεπε την ψύξη του οίνου και τη διατήρησή του σε ψυχρή κατάσταση όσο αυτός βρισκόταν αποθηκευμένος σε μεγάλα στενόστομα αγγεία, στους αμφορείς, προτού μεταφερθεί στους κρατήρες. Πιο συγκεκριμένα κατασκεύασαν έναν ειδικό τύπο αμφορέα με κύριο γνώρισμα τα διπλά του τοιχώματα.
Με τη βοήθεια των εσωτερικών τοιχωμάτων δημιουργούνταν ο κατ' εξοχήν χώρος του αγγείου, μέσα στον οποίο έχυναν, από το στόμιό του, το κρασί. Ο χώρος που σχηματιζόταν από τα εξωτερικά τοιχώματα και περιέβαλλε τον εσωτερικό γέμιζε με τη βοήθεια μιας προχοής που βρισκόταν στο πάνω μέρος με ψυχρό νερό ή χιόνι. Ετσι πετύχαιναν τη μόνιμη ψύξη του κρασιού, αφού εύκολα μπορούσαν να ανανεώνουν το ψυκτικό μέσο, όταν αυτό έλιωνε και ζεσταινόταν, με φρέσκο. Διά μέσου μιας οπής που βρισκόταν στο κάτω μέρος του αγγείου απομάκρυναν το ζεστό νερό και στη συνέχεια, σφραγίζοντάς την, έριχναν στον εξωτερικό χώρο του φρέσκο χιόνι ή κρύο νερό. Τέτοια αγγεία, γνωστά στους αρχαιολόγους ως αμφορείς - ψυκτήρες, κατασκευάζονταν στο δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. στην Αθήνα, αλλά και σε ένα άλλο μέρος του αρχαίου ελληνικού κόσμου, πιθανόν στο Ρήγιο της Μεγάλης Ελλάδας, στη Ν. Ιταλία. Ανάλογες κατασκευαστικές λεπτομέρειες που πετύχαιναν την ψύξη του κρασιού και γενικότερα υγρών συναντούμε σποραδικά και σε άλλα οινοφόρα αγγεία των αρχαίων Ελλήνων, όπως π.χ. σε οινοχόες.