Αυτή είναι η -μάλλον αισιόδοξη- εκτίμηση μιας νέας έκθεσης του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (WEF) με τίτλο «Το μέλλον των θέσεων εργασίας», σύμφωνα με την οποία έως τα μέσα της επόμενης δεκαετίας περίπου 133 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας μπορούν να έχουν δημιουργηθεί με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης, έναντι 75 εκατομμυρίων που μπορεί να εξαφανισθούν εξαιτίας της.
Η έκθεση -η οποία βασίσθηκε σε μια μεγάλη δειγματοληπτική έρευνα μεταξύ εργοδοτών και διευθυντικών στελεχών που διοικούν 15 εκατομμύρια εργαζόμενους σε 20 χώρες- προβάλλει το σύνηθες επιχείρημα των τεχνο-αισιόδοξων ότι, όπως και στα προηγούμενα κύματα τεχνολογικών επαναστάσεων στην οικονομική ιστορία (ατμός, ηλεκτρισμός κ.α.), παρά τους διάχυτους φόβους, πάντοτε το ισοζύγιο υπήρξε τελικά θετικό για τις θέσεις απασχόλησης. Κάτι ανάλογο συνεπώς θα πρέπει να αναμένεται και για την ευρισκόμενη σε εξέλιξη Τέταρτη Βιομηχανική Επανάσταση.
Πάντως, ο Κλάους Σβαμπ, πρόεδρος του WEF, επεσήμανε ότι τα κέρδη από τη νέα «νοήμονα» οικονομία δεν πρέπει να θεωρηθούν δεδομένα, αν δεν γίνουν μεγαλύτερες επενδύσεις στην εκπαίδευση, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να προσαρμοσθούν κατάλληλα στις νέες απαιτήσεις του εργασιακού περιβάλλοντος. Στον πρόλογο της έκθεσης απευθύνει «έκκληση για δράση σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις, εκπαιδευτικούς και εργαζόμενους, ώστε να εκμεταλλευθούν ένα παράθυρο ευκαιρίας, που όμως κλείνει γρήγορα, προκειμένου να δημιουργήσουν ένα νέο μέλλον καλής απασχόλησης για όλους».
Οι επικεφαλής των εταιριών που κατέθεσαν τις απόψεις τους μέσω του δικτύου LinkedIn, εκτιμούν ότι πάνω από τα μισά σημερινά εργασιακά καθήκοντα μπορεί να εκτελούνται από μηχανές έως το 2025. Και αυτός ο κίνδυνος αυτοματοποίησης δεν αφορά μόνο τους εργάτες στη γραμμή παραγωγής, αλλά επίσης τους υπαλλήλους γραφείου (π.χ. στα λογιστήρια). Έως το 2025 εκτιμάται ότι το ποσοστό των εργασιών που γίνονται από «έξυπνες» μηχανές (όχι μόνο ρομπότ), θα έχει αυξηθεί σε 57%, από 29% περίπου σήμερα.
Η έκθεση επισημαίνει ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες έχουν αυξημένη ζήτηση ορισμένες ειδικότητες πληροφορικής, όπως οι μηχανικοί λογισμικού, οι αναλυτές δεδομένων, οι ειδικοί στο υπολογιστικό «νέφος», οι προγραμματιστές που αναπτύσσουν κινητές εφαρμογές, οι ειδικοί στην τεχνητή νοημοσύνη (βαθιά μάθηση, μηχανική μάθηση, νευρωνικά δίκτυα) κ.α. Από την άλλη, κατ' εξοχήν επαγγέλματα με ολοένα μειωμένη ζήτηση είναι οι διοικητικοί βοηθοί, οι εκπρόσωποι εξυπηρέτησης πελατών, οι λογιστές, οι τεχνικοί για ηλεκτρολογικά και μηχανολογικά θέματα κ.α.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι χώρες με τη μεγαλύτερη διείσδυση των δεξιοτήτων τεχνητής νοημοσύνης στο ανθρώπινο δυναμικό είναι οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, το Ισραήλ και η Γερμανία. Οι τέσσερις τεχνολογίες-κλειδιά για την περίοδο 2018-2022 θεωρούνται ότι είναι το κινητό Ίντερνετ υψηλών ταχυτήτων (high-speed mobile internet) και το διαδίκτυο των πραγμάτων (internet of things), η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence) και η εικονική/επαυξημένη πραγματικότητα (virtual/augmented reality), η ανάλυση των μεγάλων δεδομένων (big data analytics) και η τεχνολογία του υπολογιστικού «νέφους» (cloud computing).
Η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται όχι μόνο να εξαφανίσει θέσεις εργασίας, αλλά να αναμορφώσει ριζικά τον τρόπο που εκτελούνται από τους ανθρώπους πολλές εργασίες, σε συνεργασία με τις «έξυπνες» μηχανές. Επίσης, η έκθεση αναγνωρίζει ότι υπάρχει αβεβαιότητα για το είδος των νέων «έξυπνων» θέσεων εργασίας, για το πόσο μόνιμες θα είναι και για το πόση εκπαίδευση δια βίου θα χρειάζεται ένας εργαζόμενος για να ανταποκρίνεται στις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της δουλειάς του. Εκτιμάται ότι έως το 2022 το 54% όλων των εργαζομένων θα χρειάζεται σημαντική επανεκπαίδευση (διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών) για να αποκτήσει πρόσθετες τεχνολογικές και άλλες δεξιότητες.
Σχεδόν το 50% των εργοδοτών και μάνατζερ της έρευνας αναμένουν ότι έως το 2022 η αυτοματοποίηση θα οδηγήσει σε κάποια μείωση του προσωπικού πλήρους απασχόλησης στην επιχείρησή τους, ενώ το 38% σε αύξηση.
Σύμφωνα με την έκθεση, «οι μετασχηματισμοί (στην αγορά εργασίας), αν διαχειρισθούν με σοφία, μπορούν να οδηγήσουν σε καλή απασχόληση, καλές θέσεις εργασίας και βελτιωμένη ποιότητα ζωής, αν όμως γίνει κακή διαχείριση των αλλαγών, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να διευρυνθεί η 'ψαλίδα' των δεξιοτήτων, να υπάρξει μεγαλύτερη ανισότητα και ευρύτερη πόλωση».