Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι καταφέραμε να τεκμηριώσουμε τους νευροχημικούς μηχανισμούς με τους οποίους η μουσική έχει επιπτώσεις σε 4 τομείς: τη διαχείριση της διάθεσης, το άγχος, το ανοσοποιητικό σύστημα και τους κοινωνικούς δεσμούς».
Η ανάλυση που εμφανίζεται στο περιοδικό «Trends in Cognitive Science», στηρίχτηκε στον αυξανόμενο αριθμό των μελετών που αφορούσαν τις θεραπευτικές μεθόδους μέσω μουσικής βάσει στοιχείων (σε αντίθεση με την μουσικοθεραπεία, η οποία είναι κάτι άλλο). Πριν από αυτή την ανάλυση, κανείς δεν είχε αφιερώσει πραγματικά χρόνο για να εξετάσει όλα τα καινούρια αποδεικτικά στοιχεία.
Πράγματι, η μουσική χρησιμοποιείται συχνά για λόγους αυτοθεραπείας. Πολλοί από εμάς ακούμε μουσική προκειμένου να ηρεμήσουμε ή να πάρουμε θάρρος. Και ακούμε μουσική πιο συχνά – αν όχι περισσότερο – απ’ ό,τι καταναλώνουμε καφέ ή αλκοόλ.
Τα οπιοειδή είναι επίσης υπεύθυνα για τις αμέτρητες επιδράσεις της μουσικής στη διάθεση, τον πόνο και την γενική καλή κατάστασή μας παρέχοντας ενδείξεις για τον τρόπο που μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα οφέλη της ακόμα και για το πώς επηρεάζει τη διαδικασία γήρανσης.
Όπως συμβαίνει και σε άλλες ευχάριστες εμπειρίες, υπάρχουν 2 τρόποι για να απολαμβάνετε τη μουσική: περιμένετε να ακούσετε το αγαπημένο σας τραγούδι και στη συνέχεια όντως το ακούτε. Η χημική ουσία του εγκεφάλου ντοπαμίνη, η οποία συνδέεται με την ανταμοιβή, συμμετέχει και στις 2 φάσεις. Οι νευροεπιστήμονες όμως αναρωτιούνται εδώ και δεκαετίες αν υπάρχει κάτι περισσότερο σε αυτό – τι κάνει τη μουσική να προκαλεί ευφορία;
Τα φυσικά οπιοειδή του εγκεφάλου θα μπορούσαν να αποτελέσουν το κλειδί. Η ομάδα του καθηγητή Levitin έδειξε ότι η αναστολή των οπιοειδών σημάτων στον εγκέφαλο με τη χορήγηση ενός φαρμάκου που ονομάζεται ναλτρεξόνη μειώνει το ποσοστό ευχαρίστησης που οι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι ένιωθαν ακούγοντας το αγαπημένο τους τραγούδι.
Ωστόσο, εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν την αναμονή του ακούσματος του τραγουδιού, γεγονός που υποδηλώνει ότι, αν και η ντοπαμίνη παίζει ρόλο, τα οπιοειδή κάνουν τη μουσική να επηρεάζει τον εγκέφαλό μας.
Μια πλημμύρα οπιούχων θα εξηγούσε επίσης την επίδραση της μουσικής στο σώμα μας. Το άκουσμα μουσικής είναι γνωστό ότι αυξάνει την αντοχή των ανθρώπων στον πόνο σε τέτοιο βαθμό που, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να μειώσει την ανάγκη παυσίπονων όπως η μορφίνη.
Στην ανάλυσή της, η ομάδα του Levitin ερεύνησε πάνω από 400 εργασίες, αναζητώντας μοτίβα επιστημονικών στοιχείων που να υποστηρίζουν τον ισχυρισμό ότι η μουσική μπορεί να επηρεάσει τη χημεία του εγκεφάλου με θετικό τρόπο.
Κατάφεραν να απομονώσουν 4 τομείς στους οποίους η μουσική μπορεί να βοηθήσει:
• Επιβράβευση, κίνητρα και ευχαρίστηση (πχ μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση διατροφικών διαταραχών)
• Άγχος και διέγερση (μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του άγχους)
• Ανοσοποιητικό σύστημα (ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού και επιβραδύνει τη γήρανση που σχετίζεται με την ηλικία)
• Κοινωνικοί δεσμοί (βοηθά στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης και κοινωνικών δεσμών).
Οι ερευνητές συνέδεσαν τις περιοχές αυτές με 4 κύρια νευροχημικά συστήματα:
• Την ντοπαμίνη και τα οπιοειδή
• Την κορτιζόλη (και τις σχετικές ορμόνες)
• Τη σεροτονίνη (και τις σχετικές ορμόνες)
• Την ωκυτοκίνη
«Γνωρίζουμε ότι η μουσική διευκολύνει τις ενεργές νευροχημικές διαδικασίες σε μια συμφωνία οπιοειδών που τα φάρμακα δεν είναι σε θέση να καταφέρουν», δήλωσε η δρ Francis Chandra σχολιάζοντας τη μελέτη. «Είχαμε άτομα στα οποία καταφέραμε να μειώσουμε τα ψυχοτρόπα φάρμακα ή ακόμα και να τα διακόψουμε ενώ υπήρξαν αλλαγές στο προσωπικό με βελτιώσεις στην ψυχολογία του και την τήρηση των υποχρεώσεών του».
Μια μελέτη έδειξε ότι οι ασθενείς που άκουγαν μουσική πριν από κάποια εγχείριση είχαν χαμηλότερα επίπεδα άγχους από άλλους που έλαβαν αγχολυτικά φάρμακα, όπως το Valium, και μάλιστα χωρίς κόστος και παρενέργειες.
Οι επιστήμονες εικάζουν ότι η μουσική μπορεί να διεγείρει την απελευθέρωση των ενδογενών οπιοειδών πεπτιδίων μέσα στον εγκέφαλο.
«Τα αναθεωρημένα αποδεικτικά στοιχεία παρέχουν προκαταρκτική υποστήριξη στον ισχυρισμό ότι οι νευροχημικές αλλαγές μεσολαβούν στην επιρροή της μουσικής στην υγεία», σημειώνουν οι συγγραφείς της μελέτης. «Η μουσική βρίσκεται ανάμεσα στις επιλογές του τρόπου ζωής που μπορούν να μειώσουν το στρες, να προστατεύσουν ενάντια στις ασθένειες και να βοηθήσουν στη διαχείριση του πόνου».
Ο Tom Fritz από τον τομέα των Επιστημών Ανθρώπινης Γνώσης κι Εγκεφάλου του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ στη Λειψία της Γερμανίας και ο Daniel Bowling από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης στην Αυστρία δουλεύουν με έναν ειδικό τύπο συσκευής άσκησης που επιτρέπει στη μουσική να συνδέεται με την προπόνηση για τον έλεγχο του σωματικού βάρους. Οι ήχοι αλλάζουν καθώς ο χρήστης κάνει πιο δύσκολο πρόγραμμα και ο ρυθμός της μουσικής ταιριάζει με αυτόν της προπόνησης. «Η μουσική γίνεται πραγματικά ευχάριστη, αφού ο χρήστης έχει την αντίληψη ότι γίνεται εξαιρετικά εκφραστικός μουσικά», λέει ο Fritz.
Αποδείχτηκε ότι μετά από 6 λεπτά χρήση της συσκευής το ποσοστό προσπάθειας ενός άτομου πέφτει στο μισό. Σύμφωνα με εκπροσώπους του συνεδρίου, η προπόνηση με τη συσκευή φαίνεται επίσης ότι συμβάλλει στην αύξηση της αντοχής στον πόνο περισσότερο από το συνηθισμένο όταν συνοδεύεται από μουσική. Τα πειράματά τους είναι περαιτέρω απόδειξη ότι υπάρχει και η συμβολή των οπιοειδών. «Αποτελεί άλλο ένα κομμάτι του παζλ», αναφέρει ο Bowling. «Δεν χρειάζεται να σας το πει ένας νευροεπιστήμονας ότι η μουσική είναι αναζωογονητική, ιδιαίτερα ευχάριστη ή λυπητερή, αλλά αυτό αποτελεί μια συναρπαστική ευκαιρία για έρευνα των βιολογικών θεμελίων της μουσικής».
Ο Fritz εργάζεται πάνω σε ένα λογισμικό που μπορεί να προσφέρει παρόμοια «μουσική αντίδραση» στους χρήστες και να τους βοηθήσει στην ανακούφιση από τον πόνο και ειδικά σε όσους αναρρώνουν από εγκεφαλικό επεισόδιο ή εθισμό στα ναρκωτικά. Ορισμένα νοσοκομεία χρησιμοποιούν ήδη τη μουσική για την ανακούφιση των ασθενών από το άγχος πριν από κάποια χειρουργική επέμβαση αλλά και από τον πόνο μετά την επέμβαση.
Ο Sven Bringman από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα στη Σουηδία τονίζει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί περισσότερο. «Η μουσική δεν χρησιμοποιείται όσο θα έπρεπε επειδή χρειάζεται περισσότερος χρόνος απ’ ό,τι χρειάζεται όταν μια νοσοκόμα απλώς χορηγεί στον ασθενή ένα ηρεμιστικό».
Κι ενώ η μουσική δεν έχει ακόμη αξιοποιηθεί πλήρως κλινικά, ο Levitin λέει ότι συνήθως επωφελούμαστε από την επίδρασή της στον εγκέφαλό μας. Και συμπληρώνει: «Πολλοί άνθρωποι χρησιμοποιούν τη μουσική για να φτιάξουν τη διάθεσή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας. Χρησιμοποιούμε τη μουσική για να δημιουργήσουμε ένα soundtrack στη ζωή μας. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη μουσική για να φτιάξουν τη διάθεσή τους και να δημιουργήσουν ένα soundtrack στη ζωή τους».