Παλαιότερα, τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, οι αναγνώστες των εφημερίδων, χωρίζονταν σε δύο κατηγορίες, τους λαθραναγνώστες και τους αγοραστές:
Οι πρώτοι, δεν ήταν όλοι ίδιοι. Υπήρχαν οι διψασμένοι για ενημέρωση, που στεκόντουσαν μπροστά από τα περίπτερα (την εποχή εκείνη τα περίπτερα τοποθετούσαν με μανταλάκια τις εφημερίδες στην πρόσοψή τους), και διάβαζαν τους τίτλους. Όταν δε ο περιπτεράς δεν τους παρακολουθούσε – τις άνοιγαν για να διαβάσουν όσες περισσότερες ειδήσεις προλάβαιναν χωρίς να τους αντιληφθεί. Λόγω του ότι, δεν είχαν τη δυνατότητα, ακόμα και εκείνη την εποχή, που οι εφημερίδες κόστιζαν μια δραχμή, να τις αγοράσουν. Υπήρχαν όμως και αυτοί που έμεναν ικανοποιημένοι μόνο γιατί διάβαζαν τους τίτλους, συνήθως επρόκειτο για ημιμαθείς, που είχαν άποψη επί παντός του επιστητού.
Τέλος, υπήρχαν αυτοί που αγόραζαν εφημερίδες και «ρουφούσαν» κυριολεκτικά κάθε άρθρο, είδηση, ακόμα και τις αγγελίες γάμων και τις διαφημίσεις. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε, ότι οι εφημερίδες για τους νέους, αλλά και για πολλούς άλλους την εποχή εκείνη, αποτελούσαν το φθηνότερο και πιο προσιτό «λεξικό» γραμματικής της ελληνικής γλώσσας. Δεν είναι τυχαίο, που όταν δεν γνωρίζαμε πως γράφεται μια λέξη, ανατρέχαμε στις εφημερίδες για να μάθουμε. Άλλη μια σημαντική προσφορά των εφημερίδων στους αναγνώστες τους, την οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τη συγκρίνουμε με το αλαλούμ της γλώσσας, που επικρατεί σήμερα, ιδιαίτερα στην ιδιωτική τηλεόραση και στο διαδίκτυο.
Οι τελευταίοι αποτελούσαν τον πυρήνα κυκλοφορίας και εσόδων των εφημερίδων (και δυστυχώς, λόγω ηλικίας τείνουν προς εξαφάνιση). Ήταν, λοιπόν, μια αυξανομένη «ελίτ» λόγω της συνεχούς βελτίωσης του μορφωτικού τους επιπέδου. Μια κατηγορία ανθρώπων, που όχι μόνο ενδιαφέρονταν για τα κοινά, αλλά μέσα από την ανάγνωση των εφημερίδων, διατύπωναν και εξέφραζαν άποψη στο περιβάλλον τους και αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον. Παρουσίαζαν δε, μια πολύ ωραία εικόνα, στα διάφορα πάρκα και τα καφενεία που σύχναζαν, διαβάζοντας την εφημερίδα τους και σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Υπήρχαν και εκείνοι, που βρίσκοντας συνεπιβάτες τους στα λεωφορεία ή στα τρένα να διαβάζουν εφημερίδα, στριμώχνονταν από πάνω τους, μπας και λαθραναγνώσουν κάποια είδηση. Σήμερα, βέβαια, το να διαβάζει κανείς οτιδήποτε σε κάποιο συγκοινωνιακό μέσο, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο.
Το αξιοπερίεργο, όμως, είναι ότι οι μετέπειτα καναλάρχες, στηρίχτηκαν στη δεύτερη κατηγορία λαθραναγνωστών και για να αυξήσουν την τηλεθέαση των καναλιών τους, διαμόρφωσαν τους επί παντός του επιστητού και στο πόδι «τηλεαποψάκηδες».
Λογικά σκεπτόμενος κάποιος θα μπορούσε να αντιπαραθέσει πως δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος για τον οποίο οι εφημερίδες οδηγούνται στην «αυτοκτονία». Όχι βέβαια, αλλά είναι σημαντικός, ο σημαντικότερος δε, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι ξέχασαν τον πρωταρχικό τους ρόλο – στόχο, οδηγώντας με την αμέλεια τους αυτή, τους καταναλωτές – αναγνώστες, στην αναζήτηση απόκτησης αγαθών, via «κυνηγιού θησαυρών», όπως αναφέρω σε παλιότερο άρθρο μου, με τίτλο «θέλετε σπίτι; έχουμε!». Με αποτέλεσμα, να διαμορφώσουν ένα νέο αναγνωστικό κοινό, αυτό των τζογαδόρων, που προσβλέπουν σε μια κλήρωση, για να πλουτίσουν εύκολα αυτοί και να αυξήσουν την κυκλοφορία τους οι εφημερίδες. Πράγμα, που προσωρινά συνέβη.
Αλλά τώρα, δεν υπάρχουν πια ούτε τα σπίτια, ούτε τα σκάφη, κλπ, αλλά ούτε και μια στρατηγική αντιμετώπισης του παγκόσμιου φαινόμενου της ελεύθερης πληροφόρησης και ενημέρωσης μέσω του internet, το οποίο πολύ γρήγορα αγκάλιασαν οι νέοι, αυτοί, που με τη σωστή στρατηγική προσέγγιση, θα έπρεπε να στοχεύσουν και να κερδίσουν. Γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα οι τελευταίοι να απομακρυνθούν από τις εφημερίδες, κάτι που δεν έγινε γρήγορα αντιληπτό από τους ανθρώπους που διαμόρφωναν το περιεχόμενο και τη στρατηγική των μέσων. Έτσι, έχασαν την ευκαιρία να προσελκύσουν τους μόνους νέους αγοραστές, στους οποίους θα μπορούσαν να απευθυνθούν για να επιβιώσουν. Αντίθετα, τους απομάκρυναν περισσότερο, με τη δημιουργία μη ρεαλιστικών, κουτσομπολίστικων – και ανούσιων «σκουπιδιών» life style ρεπορτάζ.
Και τέλος, ο σημαντικότερος λόγος, είναι αυτός που αποκαλώ «monkey see monkey do» δηλαδή, η αντιγραφή ενός μέσου, σε μια συγκεκριμένη θετική οικονομική συγκυρία, για διάφορους λόγους, κυρίως οικονομικούς και εξουσίας. Σε μια χώρα με δέκα εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους ο ένας στους δέκα έχει κάποια στιγμή στη ζωή του ανοίξει και διαβάσει ένα βιβλίο, κυκλοφορούν 20-30 ημερήσιες εφημερίδες. Τη στιγμή που σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, ή το Λονδίνο, με πάνω από 11 εκατομμύρια κατοίκους (όπου τρεις στους πέντε διαβάζουν), κυκλοφορούν τέσσερις με πέντε εφημερίδες.
Η δύσκολη κατάσταση, στην οποία βρίσκονται σήμερα οι περισσότερες εφημερίδες και τηλεοπτικοί σταθμοί, θέτει σημαντικά ερωτήματα για τη βιωσιμότητα τους. Έστω και την ύστατη στιγμή πρέπει να αντιληφθούν, ότι με τη στρατηγική που ακολουθούν, δημιούργησαν μια νέα κοινωνία ημιμαθών. Είτε, λοιπόν, αναρτήσουν τις εφημερίδες τους στο διαδίκτυο, είτε όχι, αν δεν αλλάξουν στρατηγική κατεύθυνση, δεν υπάρχει περίπτωση να τις αγκαλιάσουν οι απαιτητικοί αναγνώστες του διαδικτύου. Με ότι αυτό συνεπάγεται, για τους δημοσιογράφους και τεχνικούς και το εργασιακό τους μέλλον, που καμιά σχέση δεν έχουν με τις στρατηγικές επιλογές των ιδιοκτητών των μέσων που εργάζονται!