Δεν είναι οι δημοσιογράφοι μοναχά το θέμα, στο οποίο εστίασαν οι απελπισμένες κυρίες στη συνέντευξη Τσίπρα. Είναι και οι καμεραμανατζήδες, όπως το καθιέρωσε μια εύστροφη ψυχή, είναι οι ηλεκτρολόγοι, οι ηχολήπτες και οι κομμώτριες, είναι οι φροντιστές ασφαλείας κι οι θυρωροί, τα παιδιά των πολλών συνεργείων και οι οδηγοί που ξεροστάλιαζαν με τις ώρες για να βγει το μεροκάματο.
Και αυτό δεν είναι μελό. Και πάλι, όμως, το θέμα δεν είναι αυτό.
Όταν ο άλλος χάνει τη δουλειά του, τουτέστιν τις σταθερές της μετρημένης του ζωής, δεν του λες, όπως έκανε απωθητικά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ότι υπάρχουν κι άλλοι στην ίδια θέση! Γιατί δεν κάνει τίποτε για τους ανέργους. Προνόμια και φτηνές παρηγορίες στην δυστυχία δεν υπάρχουνε! Κι όταν μείνεις άνεργος, μένεις καθολικά. Περνάς από τη μια μέρα στην άλλη, σε μια συνθήκη στατιστικής ανωνυμίας.
Μονάχα όποιος το έχει ζήσει το καταλαβαίνει. Σηκώνει κι άλλες άδειες η ελληνική τηλεόραση; Δεν το συζητάμε. Η κατανομή, ωστόσο, δεν είναι ζήτημα ευκαιριακών συμπλεγμάτων του εκάστοτε υπουργού, εν προκειμένω του κυρίου Ν. Παππά.
Από την στιγμή μάλιστα που αδειάζοντάς τον, μάλλον προσχηματικά, ο πολιτικός του προϊστάμενος και «κολλητός» αναγνώρισε ότι κατάφερε να δυσαρεστήσει τους πάντες, ομνύοντας την ίδια ώρα στους κανόνες αυτορρύθμισης της αγοράς, υπάρχει θέμα!
Προσχωρώντας στην λογική του Κώστα Καραμανλή- με τον οποίον όπως φάνηκε κάθε άλλο παρά «τα΄ χει σπάσει»- ο κ. Τσίπρας παραδέχθηκε αμήχανα στην συνέντευξή του ότι «καταφέραμε τελικά να τους δυσαρεστήσουμε όλους. Κι όσους πήρανε άδεια, κι όσους δεν πήραν».
Μικρό το κακό, θα πει κανείς, ότι δυσαρέστησε στο πλαίσιο αυτό ακόμα και την κυρία Όλγα Τρέμη που υπερασπίζεται όπως δύναται την επαγγελματική της μοίρα σε ένα κανάλι όμως, όπου οι ίδιοι του οι μέτοχοι (σ.σ: το επιχειρηματικό τους ποιον αποκαλύπτεται γλαφυρά στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής) αδιαφόρησαν προκλητικά για τη μοίρα των απλήρωτων εδώ και μήνες εργαζομένων κι εμφανίζονται τώρα σαν θύματα δίωξης…
Μεγαλύτερο κακό, όμως, ότι μια κυβέρνηση που έχει πλαστογραφημένη «αριστερή» ταυτότητα, εθίζει την κοινωνία στις ίδιες πάντα κουρασμένες συνήθειες ενός παρωχημένου πολιτικού κυνισμού και απροσχημάτιστης συναλλαγής, ώστε όλα να καταλήγουν στο επιζήμιο συμπέρασμα, πως τίποτε δεν αλλάζει σ΄ αυτόν τον «καταραμένο τόπο» κι ότι «όλοι το ίδιο είναι»...