Αυτήν την εικόνα προσπαθεί να τεκμηριώσει έρευνα τεσσάρων ερευνητών από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ με επικεφαλής τον Γιάννη Θεοχάρη, ερευνητή του Κέντρου Μάνχάϊμ για την Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα στο ομώνυμο πανεπιστήμιο.
Η έρευνα, που παρουσιάζεται στη Washington Post και πρόκειται να δημοσιευτεί προσεχώς στην έγκυρη επιθεώρηση Journal of Communication, έγινε σε βάση δεδομένων από 4 εκατομμύρια tweet και interactions.
Τα μηνύματα είναι από τη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ελλάδα και την Ισπανία και χρονολογικά ταξινομούνται στην περίοδο πριν και λίγο μετά τις Ευρωεκλογές του 2014. Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αυτοματοποιημένες μεθόδους ανάλυσης λόγου για να εντοπίσουν προσβλητικά και αγενή tweet.
Βασικό συμπέρασμα; Η Ελλάδα είναι η χώρα με τα περισσότερα αγενή tweet, σχεδόν τριπλάσια σε αναλογία από τις άλλες χώρες του δείγματος...
Αυτό που προέκυψε από την μελέτη είναι ότι συνολικά το 5% όλων των tweet ήταν αγενές ενώ το ποσοστό ήταν μεγαλύτερο όποτε οι υποψήφιοι προσπαθούσαν να αλληλεπιδράσουν με τους χρήστες. Όπως γράφουν χαρακτηριστικά, η προσπάθεια επικοινωνίας των πολιτικών εισέπραττε βιτριολικές απαντήσεις. «Προστατευμένοι από την προφανή ανωνυμία τους, κάποιοι χρήστες απαντούσαν με παρενόχληση ή επίθεση κατά του υποψήφιου», παρατηρούν.
Το παράδοξο, όπως απορούν οι ερευνητές, είναι «γιατί οι πολιτικοί χρησιμοποιούν την πλατφόρμα με τρόπους που φαινομενικά δεν είναι συνεπείς με την προώθηση του δημοκρατικού διαλόγου».
Ειδικά για την Ελλάδα το συμπέρασμά τους στην έρευνα είναι σαφές: είναι η χώρα με τα περισσότερα αγενή tweet: 18% έναντι 4-6% στις άλλες του δείγματος. Επίσης είναι η χώρα, μαζί με τη Γερμανία, όπου οι πολιτικοί αποφεύγουν περισσότερο την εμπλοκή με τους πολίτες.
Τα συμπεράσματα των ερευνητών
Οι πολιτικοί, διαπιστώνουν οι ερευνητές, δεν αγνοούν τους πολίτες στα κοινωνικά δίκτυα, αλλά τους αποφεύγουν. Αν και πολλοί χρησιμοποιούν τα κοινωνικά δίκτυα στην πράξη μόνο για να ανεβάζουν δελτία Τύπου για την δραστηριότητά τους ή διαφημιστικό υλικό, κάποιοι πολιτικοί όντως προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τους πολίτες. Όταν το επιχειρούν όμως «δέχονται επιθέσεις και κινδυνεύουν να γίνουν στόχος εκστρατείας τρολαρίσματος» που μπορεί να ζημιώσει τη δημόσια εικόνα τους.
Μπροστά σε αυτό το μπαράζ όχι πάντα εποικοδομητικής κριτικής και χλεύης, οι πολιτικοί τηρούν μια παθητική στάση και αποφεύγουν τις άσκοπες επικοινωνίες.
Αυτό οδηγεί στο επόμενο συμπέρασμα: οι πολίτες και οι πλατφόρμες φέρουν κάποια ευθύνη για το ότι αποθαρρύνουν την ενεργότερη συμμετοχή των πολιτικών στο Διαδίκτυο. Οι υποψήφιοι δεν θα το ρισκάρουν να εμπλακούν ενεργά στα διάφορα μέσα.
Το τρολάρισμα στο Ίντερνετ
«Μια σημαντική μειοψηφία χρηστών τείνει να συμπεριφέρεται άσχημα σε αυτά τα εν πολλοίς ανώνυμα δίκτυα, ως ένα βαθμό λόγω των περιορισμών που δεν επιβάλλονται, ή τουλάχιστον δεν αποτρέπονται, από τις ίδιες τις πλατφόρμες» λένε οι ερευνητές.
Στην έρευνα το θέτουν με πιο τεχνικούς όρους: «το τρολάρισμα στο Ιντερνετ είναι δραστηριότητα πολύ χαμηλού κόστους και πολύ χαμηλού ρίσκου», με άλλα λόγια είναι ανέξοδο και ασφαλές.
Το τρολάρισμα «είναι τοξικό για την δημοκρατία», καταλήγουν οι ερευνητές γιατί διαβρώνει τις διαδικτυακές πολιτικές συζητήσεις. Η παρενόχληση και η πάσης φύσεως έλλειψη κόσμιου λόγου, σύμφωνα με προϋπάρχουσες έρευνες, φέρνει άγχος, αποστροφή και οργή, ενώ το τρολάρισμα ίσως ευθύνεται για την αποθάρρυνση των πολιτών από την ανάληψη συλλογικής δράσης.