Πρώτα μέχρι στιγμής ήταν τα δύο αδέρφια. Η Ζήλεια και ο Φθόνος. Γρήγορα σαν αστραπή έτρεχαν πιασμένα χέρι-χέρι. Τυφλωμένα από την δόξα μιας νίκης αντίστοιχης με του περσινού νικητή, της λογικής. Όμως το μικρότερο αδερφάκι, ο Φθόνος δεν άντεχε να μοιραστεί το βάθρο με την πάντα πιο λατρευτή Ζήλεια και στην μέση της διαδρομής την έσπρωξε. Τραυματισμένη η Ζήλεια καταράστηκε τον μικρό της αδερφό να μην φτάσει ποτέ στην καρδιά, μόνο να θολώνει τα μάτια και να δεσμεύει τη φαντασία.
Με σταθερό βήμα ακολουθούσε η Χαρά και η Λύπη, οι μεγαλύτεροι αντίπαλοι. Η Χαρά φώναζε συνθήματα, τραγουδούσε σκοπούς, ξεσηκώνοντας το πλήθος που παρακολουθούσε στις κερκίδες. Ήταν σημαντικό για την Χαρά να την υποστηρίζει ο κόσμος γιατί δεν μπορεί να ζήσει στην μοναξιά. Αντίθετα, η Λύπη προσπαθούσε να κατευνάσει το κοινό, δεν της άρεσε η φασαρία, δεν της άρεσε ο κόσμος, πολύ καλά θα τα κατάφερνε και μόνη της. Όμως ασχολήθηκαν τόση ώρα με την διάθεση του όχλου που ξεχάστηκαν και τους προσπέρασαν οι υπόλοιποι αθλητές. Η Λύπη κατηγόρησε την Χαρά για τον ενθουσιασμό της και η Χαρά εκνευρίστηκε με την μιζέρια της Λύπης. Από τότε δεν μιλάνε.
Λαχανιασμένη πολλά μέτρα πιο πίσω έτρεχε η Αγάπη. Πήγαινε αργά με σταθερό ρυθμό αλλά ένιωθε σίγουρη για την νίκη της. Ήταν πολύ όμορφη και περήφανη έτσι όπως έτρεχε με την κόκκινη φόρμα της. Κουρασμένα τα άλλα αισθήματα τα παράτησαν στην μέση της διαδρομής όμως η Αγάπη συνέχισε. Η Αγάπη πάντα συνεχίζει. Και ήταν πολύ κοντά στο τέρμα, σχεδόν άγγιξε την κορδέλα που σηματοδοτεί την λήξη του αγώνα αλλά τότε…. Τότε ο Πόνος πετάχτηκε από το πουθενά σαν σίφουνας και την χτύπησε δυνατά. Την χαστούκισε με τόση δύναμη που η Αγάπη έπεσε κάτω, ενώ το πλήθος φώναζε οργισμένο στην θέα της βίας.
«Γιατί το έκανες αυτό;» έκλαιγε η Αγάπη. Όμως ο Πόνος απλά χάθηκε πάλι σιωπηλά μέσα στο πλήθος χωρίς να απαντήσει. Δεν νομίζω ότι ήξερε κιόλας τι να πει. Οι λεκέδες από το αίμα πότισαν την φόρμα της Αγάπης και την έκαναν μαύρη. Τα δάκρυα αλλοίωσαν την φιγούρα της οπότε οι άνθρωποι ξέχασαν πως μοιάζει και την αποκάλεσαν «Μίσος». Η Αγάπη τρομαγμένη και πληγωμένη φόρεσε τον μαύρο μανδύα της για να κρύψει τις γραντζουνιές και έτρεξε προς τα πίσω. Ο μύθος λεέι ότι το Μίσος που έρχεται στα σκοτεινά είναι η Αγάπη που φοβάται να αποκαλυφθεί, φοβάται να προδοθεί ξανά από τον Πόνο.
Στον αγώνα όμως συμμετείχε και η Ανάμνηση. Κάποιοι πίστευαν ότι καταχρηστικά έπαιρνε μέρος μιας και θεωρείται παιχνίδι του μυαλού οπότε δεν δικαιούται να κερδίσει την καρδιά. Παρ’ όλα αυτά η Ανάμνηση ήξερε την αλήθεια. Πρώτα θυμάται η καρδιά και μετά το μυαλό. Πίστευε λοιπόν ότι αξίζει να δοκιμάσει. Θεωρητικά μπορούσε να νικήσει κιόλας και θα το έκανε αν δεν θυμόταν κάτι. Κάτι τόσο μικρό που άλλαξε όμως την έκβαση του αγώνα. Θυμήθηκε ότι τα άλλα συναισθήματα είχαν μείνει πίσω. Και η Ανάμνηση δεν μπορούσε να αφήσει τα αισθήματα πίσω... έπρεπε να τα οδηγήσει στην καρδιά ακόμα και αν αυτό της κόστιζε το δικό της χρυσό μετάλλιο.
Έτσι, κανένα συναίσθημα δεν κατάφερε να κερδίσει το έπαθλο της καρδιάς. Από τότε λοιπόν γίνεται ο ίδιος αγώνας κάθε μέρα στις καρδιές των ανθρώπων με άλλο νικητή κάθε φορά. Είναι ένας απρόβλεπτος αγώνας, αλλά είναι ο αγώνας δρόμου της ζωής μας.