Το άρθρο ξεκινά με την παρατήρηση ότι στην αρχαία Αθήνα το χρήμα δεν είχε τη σημασία που έχει σήμερα. «Στα χρόνια της αθηναϊκής πόλης-κράτους κανείς δεν έλεγχε τι κατέχει και τι κερδίζει κάθε άνθρωπος. Μόνο τα λεγόμενά του αρκούσαν για να φορολογηθεί», αναφέρει η SZ. «Κάπως έτσι άρχισε βέβαια και το φαινόμενο της φοροδιαφυγής, αλλά αν δεν έκρυβαν και κάποια νομίσματα οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν θα τα βλέπαμε σήμερα στις προθήκες των μουσείων» σχολιάζει η αρθρογράφος με χιουμοριστική διάθεση.
Από την άλλη πλευρά η πραγματική αξία του χρήματος στις συναλλαγές ήταν σχετική, σημειώνει, εξηγώντας: «Συχνά τα ψάρια κόστιζαν περισσότερο από ό,τι οι γυναίκες. Κάλο ψάρι μπορούσαν να φάνε οι περισσότεροι Αθηναίοι μόνο δυο και τρεις φορές το χρόνο». Επίσης η αξία του χρήματος άλλαζε διαρκώς: «Τα χρήματα είχαν αξία για τόσο λίγο, όσο ένας γλάρος προλαβαίνει να καθίσει σε ένα βράχο. Οι πλούσιοι έπρεπε να πληρώσουν για το στόλο, για να συντηρηθούν οι τριήρεις (…), έπρεπε να δώσουν χορηγίες για τις θρησκευτικές γιορτές κι έπρεπε επίσης να χρηματοδοτήσουν τα ιδιωτικά συμπόσια».
Έτσι όποιος ήταν πλούσιος τη μια χρονιά, την επόμενη μπορεί να γινόταν φτωχός, συνεχίζει το δημοσίευμα, επισημαίνοντας ότι «για το λόγο αυτό στην κλασική Αθήνα δεν ήταν δυνατή η δημιουργία φατριών και τζακιών».
«Κάποιος θα ήλπιζε να ισχύει αυτό και για τη σύγχρονη Ελλάδα, όπου εδώ και δεκαετίες κυβερνούσαν οι ίδιες οικογένειες. Παρεμπιπτόντως, αυτή ήταν και η αιτία της εκλογής Τσίπρα από ανθρώπους που είχαν κουραστεί από το ελληνικό πελατειακό σύστημα. Ο Τσίπρας έρχεται από τη μεσαία τάξη χωρίς θείο, πατέρα ή παππού που κατείχε πριν από αυτόν τον πρωθυπουργικό θώκο», παρατηρεί η αρθρογράφος.
Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από την αρχαιοελληνική οικονομική αλλά και πολιτική ηθική είναι το «Μηδέν Άγαν». (σ.σ: απόφευγε την υπερβολή)