Η περισπούδαστη και καθωσπρέπει Λαογραφία μας, αγνόησε επιδεικτικά αυτό το χυμώδες υπέδαφος και την ποιητική δύναμη μιας γλώσσας στην οποία όλα τα πράγματα που υμνούν χωρίς υπονοούμενα την ακατάλυτη ερωτική επιθυμία και την πράξη, λέγονται με το όνομά τους και εξυψώνουν τη λαγνεία και την ακόρεστη ηδυπάθεια.
Είναι προφανές ότι ο πεινασμένος και ανελέητος άρχοντας πούτσος και το υγρό, γλυκό και αχόρταγο μουνάκι με τους ένθεους κραδασμούς τους, έχουν την τιμητική τους, για μια εκτονωτική συνουσία- ύμνο στον αισθησιασμό και στην καταπιεσμένη ανθρώπινη φύση που αγγίζει ανώτερες πνευματικές κλίμακες και κατακτά την Αρμονία, μόνο όταν μαζί με το πνεύμα, αποθεώνει το σώμα σε στιγμές κορυφαίας ελευθερίας.
Για λόγους προφανούς σεμνοτυφίας, (έφτασαν κάποιοι φτωχοί να σύρουν στα δικαστήρια την αξεπέραστη Δόμνα Σαμίου για την ηχογραφημένη παρακαταθήκη με τα Αποκριάτικα που μας άφησε...)όλη αυτή η παράδοση που ήταν γνωστή στους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι περίμεναν «πως και τι» τούτες τις μέρες για να ξεδώσουν, έμενε περιφρονημένη στο περιθώριο της ελληνικής γραμματείας.
Οι πιο υποψιασμένοι γνώριζαν το κεφάλαιο «Τα ου φωνητά» του καθηγητή Φαίδωνα Κουκουλέ στο έργο του «Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός» και ένας μικρός κύκλος εκλεκτών ήξερε από την αρχαία ελληνική γραμματεία- οι Αρχαίοι Έλληνες ως γνωστόν ήταν μεγάλη λέρα!.. - ότι η παράδοση αυτή έρχεται απο μακριά.
Οι Επαρχιώτες, ιδίως από Τύρναβο ή Κοζάνη αλλά και άλλες περιοχές είχαν ζωντανές μνήμες πανάρχαιων τοπικών εθίμων όπως το Μπουρανί, όπου για παράδειγμα οι κεντρικές πλατείες γεμίζουν φαλλικά σύμβολα τα οποία οι γυναίκες φιλάνε αν θέλουν να συμμετάσχουν κι ακούγονται άσεμνα τραγούδια για τις χαρές και τις χάρες των ανθρώπων που υπερβαίνουν έστω προσωρινά τη φθορά των σωμάτων.
Στα αστικά κέντρα το «μπαμ» έγινε όταν ο ανήσυχος και πνευματώδης εκδότης Φίλιππος Βλάχος στα «Κείμενα» κυκλοφόρησε το 1981 μια αιρετική ανθολογία με τίτλο «Γαμοτράγουδα» με την εισαγωγική προμετωπίδα (που είναι αλήθεια άλλωστε…) «Το μουνί σέρνει καράβι» η οποία έγινε το μότο της Πασοκικής Ελλάδας.
Ακολούθησαν ενδεικτικά στον ίδιο χώρο, όπου εργαζόταν συστηματικά επί δεκαετίες ο φίλεργος και επίμονος κηπουρός που τρυγούσε τα άνθη του περιθωρίου Ηλίας Πετρόπουλος, η Μαίρη Κουκουλέ με την εξαντλητική τριλογία της για την «Νεοελληνική Αθυροστομία», ο εξαίρετος και σεμνός Γιώργης Μελίκης με τα «Ανδρικά Μουνάτα» (εκδόσεις Μπαρμπουνάκη στη Θεσσαλονίκη), αλλά και πιο σύγχρονοι, όπως ο πολυσχιδής Σαλονικιός Φιλόλογος της Μέσης Εκπαίδευσης Θωμάς Κοροβίνης.
Βεβαίως οι ρέκτες του πολύτιμου και σπαρταριστού αυτού είδους, γνωρίζουν ότι υπάρχουν μερακλήδες στην Επαρχία, που έχουν συλλέξει σπάνιας αξίας ντόπιο υλικό το οποίο έτυχε να εκδοθεί, διασώζοντας ένα μεγάλο κομμάτι της πνευματικής μας κληρονομιάς.
Τέτοια περίπτωση, είναι ο Μυτιληνιός ο Βαγγέλης Καραγιάννης στέλεχος της Εμπορικής Τράπεζας και μετέπειτα οικονομικός σύμβουλος σε Ανώνυμες Εταιρείες, ο οποίος στις εκδόσεις Φιλιππότη κατέγραψε έναν ακριβό πλούτο υπό τον τίτλο «Τα Αδιάντροπα- Λεσβιακά Λαογραφικά».
Καλές Αποκριές!
Κι ένα μικρό απάνθισμα
Τις Μιγάλες Απουκριές
που ανάβουν οι φωτιές
και ζητούν να βρουν ψωλές
για να σβήσουν οι φωτιές
άναψε και η Χριστίνα
που χ’ να γαμηθεί ένα μήνα,
άναψε κι η Παναγιώτα,
κακαρίζει σαν την κότα
κι ανεβαίνει κατεβαίνει
και την πούτσα δεν χορταίνει.
Μπρε-μπρε-μπρε-το μπουρανί
και τσ’ Χαλάτσαινας το μνί.
(Τύρναβος)
Δεν θαυμάζιτι κουρίτσια
πως γαμεί η ψουλή τη νύχτα
δίχους φως, δίχους λυχνάρι
δίχως τα κεριά αναμμένα;
Δυο πουδάρια σηκωμένα
κι άλλα δυο γονατισμένα
μια κοιλιά πάνω στην άλλη
έχουνι χαρά μεγάλη.
(Μυτιλήνη)
Δυο κυράδες κάθονταν
έξω από την πόρτα τους,
μια της άλλης έλεγε:
-Έχει ο άντρας σου χοντρή;
-Έχει και παράχ’ μωρή!
-Δεν μου την εδανείζεις;
-Καποιανής τη δάνεισα
και μου την αρρώστησε
κ’ είδαμεν και πάθαμεν
για να την γιατρέψουμε.
Δώκαμεν και γιατρικά
δώδεκα καλάθια αυγά
κ’ έξη οκάδες βούτυρο
όσο να την δούμε ορθή
σαν αγγούρι τρυφερό.
(Ήπειρος)
Αχ μουνί μου μυρωδάτο
πούτσο θες χοντρό βαρβάτο
να σε ανοίξει να σε απλώσει
και να σε διπλολαδώσει
Κοινό σε πολλές περιοχές
Αντρικά μουνάτα
κι αρχίδια ρηγανάτα
κι πούτσις καπαμά
κι σούπα δυό μουνιά
κι αν πεις κι κουλουμέργια
πιλάφι με τζιγέργια
κι αν πεις κι απού βυζάκια
μπαχτσές μι λουλουδάκια
Καστοριά
Στη ζωή μου την καριόλα,
την πουτάνα μου τη ζήση
όλα τα΄ χω αγαπήσει
όμως πιο πολύ απ΄ όλα
το φαΐ και το γαμήσι
Νέα Μουδανιά