Φωτογραφίζοντας με φόντο τις Κυκλάδες, με έναν ευρυγώνιο φακό και σε κοντινή απόσταση, ανασυνθέτει το γυμνό σώμα, παρουσιάζοντάς το κατακερματισμένο, παραμορφωμένο, ασαφές. Το σώμα στα έργα του αποδίδεται ως γεωμετρική φόρμα, αλληλένδετο με το κυκλαδικό τοπίο που παραμένει αναλλοίωτο στο χρόνο. Η ασυμμετρία του εκάστοτε σώματος οδηγεί το θεατή μέσα από την αφαίρεση, στην ταύτιση. Επιπλέον, αναθεωρείται η σχέση του σώματος με το περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα επαναπροσδιορίζεται η αισθητική του ερωτικού.
Υπό την επιμέλεια του Ηλία Κοσίντα, συν-δημιουργούν στο σκοτεινό θάλαμο και η αρχική ενστικτώδης σύνθεση μετατρέπεται σε κάτι άλλο, μέσα από την ματιά της κάμερας και την μετέπειτα επεξεργασία, καταργώντας τελικά τα όρια ανάμεσα στο σώμα και το τοπίο.
Όπως αναφέρει και η σκηνοθέτιδα Εύα Στεφανή στον πρόλογο του φωτογραφικού λευκώματος που θα συνοδεύει την έκθεση: «Ο φωτογράφος βλέπει τις γυναίκες σαν γλυπτά, αναπόσπαστα από τον γεωγραφικό χώρο που τα γέννησε, τις Κυκλάδες. Δεν ξέρει κανείς αν βλέπει σώμα ή βράχο, τοπίο ή κορμί. Το στήθος μιας γυναίκας είναι ένας κρατήρας, τα μαλλιά της ένας θάμνος που τον φυσάει βίαια ο αέρας, η πλάτη της μία άγονη πλαγιά».