Παρά τις προσπάθειες βελτιστοποίησης των επιδόσεων και των αποδόσεων, το λάθος είναι αναπόφευκτο. Στην τελική, άνθρωποι είμαστε και σφάλματα κάνουμε. Τα λάθη δύσκολα χωνεύονται και ακόμη πιο δύσκολα οι άνθρωποι τα παραδέχοναι. Γιατί όμως τόση δυκολία;
Σύμφωνα με την ψυχολογία, φταίει η "γνωστική διαφωνία". Ο όρος αυτός της ψυχολογίας, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το ψυχολογικό φαινόμενο της δυσφορίας/ψυχολογικό στρες και αρνητικών συναισθημάτων (όπως ντροπή, έκπληξη, θυμός, ενοχή) που βιώνει ένας άνθρωπος, όταν τα γνωστικά στοιχεία (υπάρχουσες αξίες, πεποιθήσεις, στάση ζωής, σκέψεις, ιδέες κτλ) που γνωρίζει ως τώρα ανατρέπονται/συγκρούονται με καινούργια γνωστικά στοιχεία (νέες πληροφορίες). Για παράδειγμα, ένας οδηγός, που θεωρεί τον εαυτό του δίκαιο και συνετό, έαν παραβιάσει ένα στοπ και κόψει την πορεία του άλλου οχήματος, το πιθανότερο είναι ως πρώτη αντίδραση να αρνηθεί οποιοδήποτε δικό του φταίξιμο και να ρίξει το φταίξιμο στον άλλο οδηγό.
"Η γνωστική δυσαρέσκεια είναι αυτό που νιώθουμε όταν η άποψη που έχουμε για τον εαυτό μας - είμαι έξυπνος, είμαι καλός, είμαι πεπεισμένος ότι αυτή είναι η αλήθεια - απειλείται από την απόδειξη ότι κάναμε κάτι που δεν ήταν έξυπνο, ότι κάναμε κάτι που έβλαψε ένα άλλο πρόσωπο, ότι αυτό που πιστεύαμε δεν ήταν αλήθεια", δήλωσε ο Carol Tavris, συν-συγγραφέας του βιβλίου "Τα λάθη έγιναν (αλλά όχι από εμένα)".
"Για να μειώσουμε την επίδραση της διαφωνίας, θα πρέπει να τροποποιήσουμε την έννοια του εαυτού μας ή να δεχτούμε τα αποδεικτικά στοιχεία", συμπληρώνει η Tavris. "Μαντέψτε ποια διαδρομή προτιμάτε;"
Ο ψυχολόγος Leon Festinger όρισε πρώτος τη θεωρία της "γνωστική διαφωνία" το 1954, όταν μελετούσε μια μικρή θρησκευτική ομάδα που πίστευε ότι ένας ιπτάμενος δίσκος θα έσωζε τα μέλη της από μια επερχόμενη αποκάλυψη στις 20 Δεκεμβρίου 1954. Δημοσιεύοντας τα ευρήματά του στο βιβλίο "When Prophecy Fails," έγραψε ότι "η ομάδα ενδυνάμωσε την πίστη της και είπε ότι ο Θεός είχε απλώς αποφασίσει να σώσει τα μέλη". Αντιμετώπισε δηλαδή τη δική της γνωστική διαφωνία με μια δικαιολογία.
Όταν απολογούμαστε για ένα λάθος, αποδεχόμαστε την διαφωνία και αυτό είναι αρκετά δυσάρεστο.Ένα νόμισμα έχε δυο όψεις. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μία άλλη έρευνα, που δημοσιέυθηκε στην Ευρωπαϊκή Εφημερίδα της Κοινωνικής Ψυχολογίας, σύμφωνα με τα ευρήματα της οποίας, η άρνηση της παραδοχής του λάθους ενδυναμώνει την αυτοπεποίθηση του ατόμου και την αίσθηση του ότι ελέγχει επιτυχώς τις καταστάσεις. Ο Tyler Okimoto, συγγραφέας της μελέτης εξηγεί: "Οι συγνώμες δίνουν εξουσία στους αποδέκτες τους. Για παράδειγμα, ζητώ συγνώμη από τη γυναίκα μου παραδεχόμενος ότι την αδίκησα. Η συγγνώμη όμως της δίνει την εξουσία να επιλέξει αν θέλει να ανακουφίσει την ντροπή μου μέσω της συγχώρεσης ή να αυξήσει την ντροπή μου κρατώντας μου κακία. Η έρευνά μας διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν μια βραχυπρόθεσμη αύξηση των συναισθημάτων προσωπικής εξουσίας και ελέγχου, όταν αρνούνται να ζητήσουν συγγνώμη.
"Μπορεί η δύναμης που νομίζει πως έχει κανείς, αρνούμενος την απολογία να είναι ένα ελκυστικό βραχυπρόθεσμο όφελος, αλλά υπάρχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες. Η άρνηση να ζητήσει συγγνώμη θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την εμπιστοσύνη στην οποία βασίζεται μια σχέση, συμπλήρωσε ο Okimoto, προσθέτοντας ότι μία τέτοια συμπεριφορά μπορεί να εντείνει τις συγκρούσεις και να ενθαρρύνει την οργή και τα αντίποινα.
Ένας άνθρωπος που αρνείται την παραδοχή των λαθών του, είναι λιγότερο ανοιχτός στην επικοδομητική κριτική που θα μπορούσε να βελτιώσει δεξιότητες και ποιότητες του ατόμου.
"Παραμένουμε προσκολλημένοι σε παλιά, οικεία μοτίβα συμπεριφορών και τρόπους αντιμετώπισης καταστάσεων, που έχουν ξεπεραστεί προ πολλού, αρνούμενοι να αποδεχτούμε τις πιο αποδοτικές εξελίξεις," συνεχίζει ο Okimoto και υπενθυμίζει ότι οι άνθρωποι εύκολα συγχωρούν, ενώ χαρακτηριστικά όπως η ειλικρίνεια και η ταπεινοφροσύνη, κάνουν το άτομο πιο οικείο και επομένως πιο ρεαλιστικό. Επιπρόσθετα, όταν το λάθος είναι αναμφισβήτητο, η άρνηση της συγνώμης αποκαλύπτει χαμηλή αυτοπεποίθηση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα "γνωστικής ασυμφωνίας" είναι βγαλμένο από τους μύθους του Αισώπου. Η ιστορία της αλεπούς με τα ξινά σταφύλια. Η αλεπού, όσο και αν προσπαθούσε, αδυνατούσε να φτάσει τα σταφύλια. Γι' αυτό προέβαλε δικαιολογία στον ίδιο της τον εαυτό ότι δεν της άρεσαν τα σταφύλια, γιατί ήταν ξινά. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα ξεδιπλώνεται το γιατί κάποιοι άνθρωποι, προκειμένου να καλύψουν την αδυναμία τους, τείνουν να απαξιώνουν το αντικείμενο του πόθου τους. Όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια...