Γεννημένη ως Simone Lucie-Ernestine-Marie-Bertrand de Beauvoir στις 9 Ιανουαρίου του 1908 στο Παρίσι της Γαλλίας, σπούδασε στο πανεπιστήμιο École Normale Supérieure όπου και συνάντησε το 1921 τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το 1981 συνέγραψε το «La Cérémonie Des Adieux» (Η Τελετή του Αποχαιρετισμού), μια οδυνηρή εξιστόρηση των τελευταίων χρόνων του Σαρτρ.
Μαζί με τον σύντροφό της Ζαν-Πωλ Σαρτρ συντάχτηκε με το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας, αλλά αποχώρησαν αμφότεροι έπειτα από την Σοβιετική επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956 και μετέπειτα στράφηκαν προς τον Μαοϊσμό.[22]
Η Μποβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του (μετά το 1968) φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον Σαρτριανό υπαρξισμό.
Πέθανε από πνευμονία στις 14 Απριλίου του 1986 και τάφηκε πλάι στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο του Μονπαρνάς του Παρισιού.
Η Σιμόν ντε Μποβουάρ επιχειρηματολογεί μέσω ενός υπαρξιστικού φεμινισμού στο «Δεύτερο φύλο» . Ως υπαρξίστρια η Μπoβουάρ αποδέχεται την αρχή πως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Επομένως δεν γεννιέται κανείς γυναίκα, αλλά γίνεται. Η ανάλυσή της εστιάζει στην ιδέα του Άλλου. Η κατασκευή της γυναίκας ως το τυπικό παράδειγμα Άλλου είναι για την Μποβουάρ το θεμέλιο της καταπίεσης των γυναικών.
Η Μποβουάρ υποστηρίζει πως δια μέσου της ιστορίας οι γυναίκες έχουν θεωρηθεί ως η παρέκκλιση, η ανωμαλία. Ακόμη και η πρώιμη φεμινίστρια Μαίρη Γουόλστονκραφτ θεωρεί τους άντρες ως το ιδανικό στο οποίο θα έπρεπε να ανέλθουν οι γυναίκες. Η Μπoβουάρ λέει πως αυτή η στάση έχει κρατήσει πίσω τις γυναίκες διατηρώντας την αντίληψη πως οι γυναίκες είναι η παρέκκλιση από το κανονικό, ότι είναι παρείσακτες που προσπαθούν να εξομοιωθούν με την «κανονικότητα». Λέει επίσης πως αν ο φεμινισμός θέλει να προχωρήσει, πρέπει να καταρρίψει την υπόθεση αυτή.
Το 1943 η Μποβουάρ εξέδωσε το L'Invitée, ένα μυθοπλαστικό χρονικό της σχέσης που ανέπτυξε με μία από τις φοιτήτριές της, την Olga Kosakiewicz, ενώ δίδασκε στη Ρουέν κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του ’30. Το μυθιστόρημα διερευνά και την πολύπλοκη σχέση μεταξύ της Μποβουάρ και του Σαρτρ, καθώς και πώς επηρεάστηκε η σχέση τους με την συμπερίληψη της Kosakiewicz.
Στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η ντε Μποβουάρ συνεργάστηκε με τον Σαρτρ στην έκδοση του Les Temps Modernes, μια πολιτική εφημερίδα. Πέρα από την εκδοτική της δραστηριότητα, η Μπωβουάρ χρησιμοποίησε την εφημερίδα ως πλατφόρμα για να παρουσιάσει διάφορες δουλειές και παρέμεινε εκδότρια ως τον θάνατό της.
Αν και το Pour Une Morale de L'ambiguïté (1947) έλαβε λίγη προσοχή είναι ίσως το μοναδικό καλύτερο σημείο εισαγωγής στον Γαλλικό υπαρξισμό. Η απλότητα του έργου είναι αριστούργημα από μόνη της, αφού η ντε Μποβουάρ μειώνει την τραχύτητα που πολλοί συνδέουν με την ανάγνωση του υπεραναλυτικού «Το Είναι και το Μηδέν» του Σαρτρ, σε λίγες σελίδες συγκριτικά ελαφρού διαβάσματος.
Θα πρέπει να τονιστεί πως η ντε Μποβουάρ ήταν αρκετά ευέλικτη ως συγγραφέας. Ήταν εξίσου ικανή ως φιλόσοφος, μυθιστοριογράφος, πολιτική θεωρητικός, δοκιμιογράφος, καθώς και ως βιογράφος. Μετά το θάνατό της, η ντε Μποβουάρ έγινε αποδέκτης εξαιρετικού θαυμασμού και επαίνων, όχι μόνο εξαιτίας της αυξανόμενης αποδοχής του φεμινισμού στον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά και λόγω της αυξανόμενης κατανόησης της επιρροής που είχε στο αριστούργημα του Σαρτρ «Το Είναι και Το Μηδέν». Χωρίς αμφιβολία είναι μία από τους μεγαλύτερους Γάλλους στοχαστές σε ολόκληρη την ιστορία.
Άλλες σημαντικές εργασίες: Les Mandarins (1954), Memoires d'une jeune fille rangée ( 1958).