Η οικογένειά του ήταν μια από τις πιο εύπορες στη Φρανκφούρτη και του πρόσφερε πολλές δυνατότητες μόρφωσης. Στην ηλικία των 15 ετών έγραψε τα πρώτα του ποιήματα, τα οποία στη συνέχεια κατέστρεψε. Το 1765 ξεκίνησε σπουδές Νομικής στη Λειψία κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του. Παράλληλα με τις σπουδές του, ασχολήθηκε με τις εικαστικές τέχνες. Στη Λειψία ήρθε σε επαφή με το έντονο ελληνικό στοιχείο της πόλης. Ως φίλος των Ελλήνων και της Ελλάδας, αφιέρωσε πολλά έργα του στην ελληνική αρχαιότητα.
Το 1769 αρρώστησε και επέστρεψε στη Φρανκφούρτη. Την ίδια περίοδο άρχισε να ανακαλύπτει μέσα του και τον ήρωά του, Γιόχαν Φάουστ. Το 1770 ολοκλήρωσε τις σπουδές Νομικής και παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα Ιατρικής, Χημείας και Βοτανικής. Επέστρεψε στη Φρανκφούρτη και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Το 1774, συγκλονισμένος από την αυτοκτονία ενός φίλου του, έγραψε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, ένα μυθιστόρημα που λάτρεψε ο Ναπολέων Βοναπάρτης και έγινε λάβαρο του ηθικού και πνευματικού κινήματος Θύελλα και Ορμή. Η Βαϊμάρη υπήρξε σημαντικός σταθμός στη σταδιοδρομία του Γκαίτε, καθώς είχε αναλάβει εκεί καθήκοντα υπουργού του Δούκα της. Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Γκαίτε είναι το Ταξίδι στην Ιταλία, το οποίο έγραψε κατά τη διαμονή του στη νότια Ιταλία. Μέχρι το 1805 είχε στενή επαφή και φιλία με τον Σίλλερ και μια βαθιά φιλία αναπτύχθηκε μεταξύ τους.
Το 1806 νυμφεύτηκε την Κριστιάνε Βούλπιους, με την οποία είχε ένα γιο από το 25 Δεκεμβρίου του 1789, τον Άουγκουστ φον Γκαίτε, τον οποίο γαλούχησε με τα φιλελληνικά του ιδεώδη και ο οποίος αργότερα παντρεύτηκε την επίσης φιλελληνίδα Οττιλί φον Πόγκβις.
Ο Φάουστ, το έργο ζωής του, ολοκληρώθηκε με τον δεύτερο τόμο έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, το 1832 στη Βαϊμάρη. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: "Φως, περισσότερο φως" (στα γερμανικά: "Mehr Licht!").