Βιογραφικά στοιχεία
Ο Βαλερύ γεννήθηκε από Κορσικανό πατέρα και Γενοβέζα μητέρα στο Σετ (Sète), μια κωμόπολη στην ακτή της Μεσογείου, στον Νομό Ερό, αλλά μεγάλωσε στο Μονπελιέ. Μετά από μία παραδοσιακή ρωμαιοκαθολική εκπαίδευση, σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Ο Βαλερύ αφοσιώθηκε στη συγγραφή ως κύρια απασχόλησή του κάπως αργά στη ζωή του (σχεδόν 50 ετών), όταν ο επιχειρηματίας του οποίου ήταν γραμματέας επί εικοσαετία, ο Édouard Lebey, πέθανε από τη Νόσο του Πάρκινσον το 1920. Μέχρι τότε ο Βαλερύ είχε επίσης εργασθεί για λίγο ως υπάλληλος του Υπουργείου Πολέμου. Για ένα διάστημα ήταν μέλος του κύκλου του ποιητή Στεφάν Μαλαρμέ.
Μετά την εκλογή του στη Γαλλική Ακαδημία το 1925, ο Valéry άρχισε να γίνεται γνωστός ως διανοούμενος στη γαλλική κοινωνία. Γύριζε ακούραστα στην Ευρώπη δίνοντας διαλέξεις επί πολιτιστικών και κοινωνικών θεμάτων, ενώ αργότερα ανέλαβε και κάποιες επίσημες ιδιότητες: αντιπροσώπευσε τη Γαλλία σε πολιτιστικά ζητήματα στην Κοινωνία των Εθνών, υπηρετώντας σε αρκετές επιτροπές του οργανισμού αυτού. Μια δωδεκάδα δοκίμιά του που μεταφράσθηκαν στα αγγλικά με τον τίτλο The Outlook for Intelligence (1989) προέκυψαν από αυτές του τις δραστηριότητες.
Το 1931 ο Βαλερύ ίδρυσε το Collège Internationale de Cannes (Διεθνές Κολέγιο των Καννών), ένα ιδιωτικό ίδρυμα για τη διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας και πολιτισμού. Το Κολέγιο αυτό λειτουργεί μέχρι σήμερα, προσφέροντας επαγγελματικά μαθήματα σε Γάλλους και μαθήματα γαλλικών για ξενόγλωσσους φοιτητές.
Ο Βαλερύ επιλέχθηκε για να δώσει τον εναρκτήριο λόγο στον εθνικό εορτασμό το 1932 από τους Γερμανούς της εκατοστής επετείου του θανάτου του Γκαίτε. Αυτή ήταν μια ταιριαστή επιλογή, καθώς ο Valéry μοιραζόταν με τον Γκαίτε το ίδιο έντονο ενδιαφέρον για την Επιστήμη (ιδίως τη Βιολογία και τη θεωρία του φωτός).
Εκτός από μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας ο Βαλερύ ήταν και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της Λισαβώνας και του Front national des Écrivains (= «Εθνικού Μετώπου Συγγραφέων»). Το 1937 διορίσθηκε διευθυντικό στέλεχος στο μετέπειτα Πανεπιστήμιο της Νίκαιας, ενώ ήταν ο πρώτος χρονικά κάτοχος της `Εδρας της Ποιητικής στο Κολέγιο της Γαλλίας.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κυβέρνηση του Βισύ τον απεμάκρυνε από κάποιες από αυτές τις θέσεις και αξιώματα εξαιτίας της ήρεμης αρνήσεώς του να συνεργασθεί με αυτή και τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, αλλά ο Valéry συνέχισε σε όλη τη διάρκεια της κατοχής να εκδίδει κείμενά του και να αναπτύσσει δραστηριότητα στη γαλλική πολιτιστική ζωή, ιδιαίτερα ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Το 1900 ο Πωλ Βαλερύ πήρε ως σύζυγό του τη Jeannie Gobillard, μια φίλη της οικογένειας Μαλαρμέ, που ήταν και ανεψιά της ζωγράφου Berthe Morisot. Ο γάμος ήταν μια διπλή τελετή κατά την οποία ταυτόχρονα η κόρη της Morisot, η Julie Manet, παντρεύτηκε τον ζωγράφο Ernest Rouart. Ο Βαλερύ και η Γκομπιγιάρ απέκτησαν τρία παιδιά: τον Κλωντ, την Αγάθη και τον Φρανσουά.
Ο Βαλερύ πέθανε στο Παρίσι αλλά τάφηκε στο κοιμητήριο της γενέτειράς του Sète, το ίδιο κοιμητήριο που ενέπνευσε ένα από τα γνωστότερα ποιήματά του, το le Cimetière marin («Θαλασσινό κοιμητήρι»).
Έργο
Ο Βαλερύ είναι γνωστότερος ως ποιητής, θεωρούμενος κάποτε ως τελευταίος των Γάλλων συμβολιστών. Ωστόσο υπήρξαν πολλές συζητήσεις σχετικά με το αν ήταν κυρίως φιλόσοφος ή ποιητής: συνολικά λιγότερα από εκατό ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί.
Ποίηση
Τη νύχτα της 4ης Οκτωβρίου 1892, κατά τη διάρκεια μιας δυνατής θύελλας, ο Πωλ Βαλερύ είχε μία υπαρξιακή κρίση που επέδρασε πολύ στη συγγραφική του σταδιοδρομία. Περί το 1898, η συγγραφική του δραστηριότητα σχεδόν διακόπηκε, εξαιτίας και του θανάτου του μέντορά του Στεφάν Μαλαρμέ και για σχεδόν 20 χρόνια από τότε ο Βαλερύ δεν δημοσίευσε ούτε μία λέξη μέχρι το 1917, οπότε και έσπασε αυτή τη «Μεγάλη Σιωπή» με την έκδοση του La Jeune Parque («Η νεαρή Μοίρα») στα 46 του. Αυτό το σκοτεινό αλλά και πλήρες μουσικότητας αριστούργημα από 512 αλεξανδρινούς στίχους σε ομοιοκατάληκτα ζευγάρια χρειάσθηκε 4 χρόνια για να ολοκληρωθεί και του εξασφάλισε άμεση φήμη. Πολλοί στη Γαλλία το θεωρούν το σημαντικότερο γαλλικό ποίημα του 20ού αιώνα. Ο τίτλος αναφέρεται στη νεαρότερη από τις τρεις Parcae (τις ρωμαϊκές θεότητες που αντιστοιχούν στις ελληνικές Μοίρες), παρότι η σύνδεση αυτή στο περιεχόμενο είναι προβληματική. Πριν από τη La Jeune Parque, τα μόνα (δημοσιευμένα) έργα του ποιητή ήταν διάλογοι, άρθρα, λίγα ποιήματα και η μελέτη για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι (βλ. παρακάτω), ο πρώτος καρπός των επιστημονικής φύσεως ερευνών του. Το 1920 και το 1922 εξέδωσε δύο μικρές ποιητικές συλλογές. Η πρώτη, το Album des vers anciens (= «Λεύκωμα παλιών στίχων»), ήταν στην ουσία μια αναθεώρηση πρώιμων μικρότερων ποιημάτων, κάποια από τα οποία είχαν δει το φως πριν το 1900. Η δεύτερη, με τον τίτλο Charmes (από το λατινικό carmina = τραγούδια), περιείχε το «Θαλασσινό κοιμητήρι» καθώς και πολυάριθμα μικρότερα ποιήματα με πολύ διαφορετικές μεταξύ τους δομές, και επιβεβαίωσε τη φήμη του ως ενός από τους μεγαλύτερους Γάλλους ποιητές.
Η τεχνική του Βαλερύ είναι αρκετά παραδοσιακή στην ουσία της. Ο στίχος του ομοιοκαταληκτεί και δένει στο μέτρο με παραδοσιακούς τρόπους, έχοντας επηρεασθεί από τους Μαλαρμέ και Μαλέρμπ. Παραπέρα, θέλησε να απαλλάξει την ποίηση από κάθε αισθηματισμό, φθάνοντας στο σημείο να τη μετατρέψει σε καθαρά πνευματική άσκηση. Για τον λόγο αυτό του απέδωσαν τον τίτλο του «αρχηγού της καθαρής ποίησης» (poesie pure). Το ποίημά του Palme ενέπνευσε το ποίημα του Τζέιμς Μέριλ Lost in Translation («Χαμένοι στη μετάφραση», 1974).
Πεζογραφία και φιλοσοφία
Τα πολύ περισσότερα πεζά κείμενα του Βαλερύ, γεμάτα αφορισμούς και bons mots, αποκαλύπτουν μια συντηρητική και σκεπτικιστική ματιά πάνω στην ανθρώπινη φύση, στα όρια του κυνισμού. Πάντως ποτέ δεν είπε ή έγραψε κάτι που να υποθάλπει οποιαδήποτε μορφή ολοκληρωτισμού. Προσωπικότητες όπως οι Ρεϊμόν Πουανκαρέ, Λουί ντε Μπρολί, Ανρί Μπερξόν και Άλμπερτ Αϊνστάιν είχαν σε μεγάλη υπόληψη τη σκέψη του Βαλερύ και αλληλογραφούσαν μαζί του. Συχνά ζητιόταν από τον Βαλερύ να γράψει άρθρα πάνω σε θέματα που δεν επέλεγε ο ίδιος: η προκύπτουσα «διανοούμενη δημοσιογραφία» εκδόθηκε από τον ίδιο σε 5 τόμους με τον γενικό τίτλο Variétés («Ποικιλίες»).
Το εντυπωσιακότερο ίσως έργο του Βαλερύ είναι το μνημειώδες του ημερολόγιο, τα Cahiers («Τετράδια»). Νωρίς κάθε πρωί σε όλη του την ενήλικη ζωή, έγραφε κάτι στα Cahiers, ώστε κάποτε ανέφερε: «Έχοντας αφιερώσει αυτές τις ώρες στη ζωή του νου, κερδίζω εξ αυτού το δικαίωμα να είμαι ηλίθιος για το υπόλοιπο της ημέρας». Τα θέματα που τον απασχολούν στα «Τετράδια» είναι συχνά, κατά τρόπο απροσδόκητο, η Επιστήμη και τα Μαθηματικά. Στην πραγματικότητα, τέτοια θέματα φαίνεται να έχουν απορροφήσει επί πολύ περισσότερο χρόνο την προσοχή του από ό,τι η διάσημη ποίησή του. Τα «Τετράδια» περιέχουν και τις αρχικές μορφές πολλών αφορισμών που αργότερα εισήγαγε σε βιβλία του. Μέχρι σήμερα, τα «Τετράδια» έχουν δημοσιευθεί στο σύνολό τους μόνο σε φωτοστατική αναπαραγωγή, και μόνο μετά το 1980 περίπου άρχισαν να δέχονται την εξειδικευμένη και σε βάθος μελέτη που αξίζουν.
Σήμερα ο Βαλερύ θεωρείται ως μία αναφορά για την κονστρουκτιβιστική επιστημολογία, π.χ. στην ιστορία του κονστρουκτιβισμού από τον Ζαν-Λουί λε Μουάν (Jean-Louis Le Moigne: Les épistémologies constructivistes, 1995, PUF, σειρά «Que sais-je?»).
Από τους αφορισμούς του Βαλερύ, συχνότατα απαντώμενος σε ελληνικά άρθρα και γενικότερα κείμενα, συντηρητικών συνήθως διανοητών, είναι αυτός κατά τον οποίο ολόκληρος ο ευρωπαϊκός και δυτικός πολιτισμός στηρίζεται πάνω σε τρεις μόνο πυλώνες: στην (αρχαία) Ελληνική Φιλοσοφία, στο Ρωμαϊκό Δίκαιο και στη Χριστιανική Ηθική.
Πολύ χαρακτηριστική είναι η μελέτη του Ε. Κουμουνδούρου για τον Βαλερύ, η οποία μεταξύ άλλων αναφέρει για το έργο του:
Διανόηση η οποία αποσπάσθηκε από κάθε επιφανειακή επένδυση, και η οποία κατώρθωσε να καθαρθεί από κάθε τι που δεν είναι αυτή η ίδια (πράγματα ορατά του εξωτερικού κόσμου, καθώς επίσης και εσωτερικές λεπτομέρειες της προσωπικότητάς μας, ξένες προς την αφηρημένη έννοια του πνεύματος), μόνη με τον εαυτό της, αντιμέτωπη προς το κενό....
— Εμπειρίκος Κουμουνδούρος
Αν και ο ίδιος δεν προέβαλε τον εαυτό του ως ιστορικό της τέχνης, τα κείμενα και οι κριτικές του για τις τέχνες αποτελούν επίσης σημαντικό τμήμα του συγγραφικού έργου του. Ξεχωρίζουν τα Paradoxe sur l’architecte (1891), στο οποίο διακήρυξε την ενότητα της αρχιτεκτονικής[1] με τη μουσική, τις οποίες θεωρούσε υπέρτατες τέχνες, καθώς και οι μελέτες του για τον Λεονάρντο ντα Βίντσι. Το 1895 δημοσίευσε το άρθρο Εισαγωγή στη μέθοδο του Λεονάρντο ντα Βίντσι (Introduction à la méthode de Léonard de Vinci) σε συνεργασία με τον Στεφάν Μαλαρμέ, ενώ ακολούθησαν τα Note et digression (1919) και Léonard et les philosophes (1929). Έχοντας προσωπική γνωριμία με τον Εντγκάρ Ντεγκά, όταν ο τελευταίος ήταν σε προχωρημένη ηλικία, ο Βαλερύ έγραψε το Degas, danse, dessin (1936), που περιέχει ανεκδοτολογικές αναφορές αλλά και μία σε βάθος ανάλυση της φύσης του σχεδίου, του χορού και γενικών ζητημάτων αισθητικής. Έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης, ενώ αντιθέτως δεν ταυτίστηκε με τα έργα των σύγχρονών του δημιουργών, θεωρώντας την τέχνη του 20ού αιώνα παρακμασμένη.
πηγή: wikipedia