Άρωμα… ανυπακοής και “απείθειας” ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία 1967 – ’74, ανέδυαν καθημερινές πράξεις απλών ανθρώπων, που έγραψαν τη δική τους μικροϊστορία, παράλληλα με τη λαμπρή, επίσημη ιστορία του αντιδικτατορικού κινήματος, στα χρόνια που η χούντα έσπερνε τον τρόμο στη χώρα, διαλύοντας με τη βία κάθε δημόσια, κοινωνική εκδήλωση και στέλνοντας τον “ανθό” της ελληνικής κοινωνίας στις φυλακές και στα ξερονήσια. Σε εκείνα τα «πέτρινα» χρόνια κι ενώ στους τόπους εξορίας του Αιγαίου και στις φυλακές του Γεντί Κουλέ, της Αλικαρνασσού και της Κέρκυρας, χιλιάδες αγωνιστές αναδεικνύονταν σε ηρωικά σύμβολα του αγώνα, ένα “κομμάτι” της ελληνικής κοινωνίας συνέπασχε και έδινε τον τόνο μιας “ήπιας” αντίστασης, πίσω στις πόλεις.
Ζώντας κάτω από τη βαριά σκιά του στρατιωτικού καθεστώτος, τα πιο προοδευτικά στοιχεία της κοινωνίας, φοιτητές, διανοούμενοι, άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων, δημοσιογράφοι και δικηγόροι, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης έψαχναν τρόπο να συνευρεθούν να “σπάσουν” στην πράξη, το “όπου τρεις και στάση”, που είχαν επιβάλει οι συνταγματάρχες, να μοιραστούν τις αγωνίες τους. Η δυσαρέσκειά τους εκφράζονταν με μικρές καθημερινές πράξεις “αντίστασης”, μέσα από τη διασκέδασή τους και τιμωρούνταν δυσανάλογα, με… προσαγωγές στην ασφάλεια και με ολονύκτια ανάκριση, στην καλύτερη των περιπτώσεων. Φοιτητές οι περισσότεροι, λίγοι παλιοί “Λαμπράκηδες” και διανοούμενοι, οπαδοί της αριστεράς, του ευρύτερου χώρου του κέντρου (Ένωση Κέντρου), άλλοι “νομιμόφρονες” μεν αλλά… και αρκετοί φιλελεύθεροι δημοκράτες, αποτελούσαν μια εκρηκτική “μαγιά”, που το καθεστώς είχε διαρκώς υπό επιτήρηση και που ερέθιζε, σχεδόν προκαλούσε, με τη συμπεριφορά του τα όργανα της ασφάλειας.
Με τις καθημερινές εκδηλώσεις τους, κρατιόταν ζωντανή η ελπίδα ότι η στυγνή δικτατορία, οι χιλιάδες εκτοπίσεις αγωνιστών στα ξερονήσια και στις φυλακές, οι δολοφονίες, οι εκτελέσεις και οι βασανισμοί, θα αποτελούσαν σύντομα οικτρή “παρένθεση”… Τα “στέκια” και οι ταβέρνες, όπου μπορούσε να ακουστεί ένας διαφορετικός ήχος από τα κακόγουστα ελαφρολαϊκά που προωθούσε η δικτατορία, ήταν ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα. Το στρατιωτικό καθεστώς, είχε επιβάλει “πάγο” στις συναθροίσεις και οι περισσότεροι θαμώνες αντίστοιχων προδικτατορικών στεκιών “αναμορφώνονταν” πλέον στη Λέρο και τη Γυάρο. Η χώρα είχε μπει για τα καλά, στον “γύψο”… Οι συχνές συνευρέσεις αυτών των κύκλων στα “χαρακτηρισμένα” στέκια, αποτελούσαν το δίχως άλλο, μικρές συμβολικές πράξεις “απειθαρχίας”, έστω κι εάν περιορίζονταν στο συνωμοτικό άκουσμα των τραγουδιών του Μίκη Θεοδωράκη, ή σε διακωμώδηση του νόμου 4000, περί Τεντιμποϊσμού, με… μπουγέλα!
Η “ΔΟΜΝΑ”
Αυτά κι άλλα πολλά συνέβαιναν στη “Δόμνα”, που κρατούσε τα… σκήπτρα. Η ιστορική ταβέρνα της Θεσσαλονίκης, κολλημένη σχεδόν στο Βυζαντινό Κάστρο, κάτω από τις φυλακές του μαρτυρίου, του Γεντί Κουλέ, εξέπεμπε ένα άλλο κλίμα αισιοδοξίας, απειθαρχίας. Ήταν η βασική εστία ενός ρεύματος αμφισβήτησης της δικτατορίας στη Θεσσαλονίκη. Τα τραγούδια του Θεοδωράκη ξεπηδούσαν συνωμοτικά μέσα από το τζουκ μποξ, μέσα από ένα δισκάκι βινυλίου, που έφερε τον παραπλανητικό τίτλο “Μαρία Πενταγιώτισσα”. Του Ξαρχάκου τα τραγούδια τα είχαν κρυμμένα ανάμεσα σε δίσκους ελαφρολαϊκών αστέρων της εποχής. Ο ιδιοκτήτης της Τάκης Νικολαΐδης σέρβιρε μαζί με τα γεύματα στα πιάτα… καρφιά και ασφάλειες ρεύματος, για να πάρουν το μήνυμα οι θαμώνες, όταν έμπαινε ξένος, πιθανόν χαφιές ή ασφαλίτης στο μαγαζί. Οι “πλάκες” δεν είχαν τέλος, όπως και οι έφοδοι της χωροφυλακής. Σε μια τέτοια “μπούκα” συνέλαβαν και προσήγαγαν στο 14ο, μια βραδιά και τον φοιτητή τότε και αργότερα δημοσιογράφο Κλέαρχο Τσαουσίδη. Οι πελάτες της θρυλικής ταβέρνας ήταν Θεσσαλονικείς κυρίως, εκείνη την εποχή, αλλά όχι μόνο. Ο Τάκης Κουλάνδρου, η μαθήτρια του Σαρτρ και σήμερα καθηγήτρια Λίζη Λασιθιωτάκη, οι δημοσιογράφοι Δημήτρης Γουσίδης και Κλέαρχος Τσαουσίδης (τότε φοιτητής Φιλοσοφικής), οι δικηγόροι Αλέκος Ιωσηφίδης και Σπύρος Σακέτας, ο ζωγράφος Κώστας Λαχάς, ο Γιώργος Σιπιτάνος της Δημοκρατικής Άμυνας, ο σπουδαίος φωτογράφος Γιάννης Κυριακίδης και πολλοί άλλοι περνούσαν πολύ συχνά από εκεί. Ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέφθηκε τη “Δόμνα”, τιμώντας τον ιδιοκτήτη της, τον αείμνηστο Τάκη, που έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες μέρες, τη Μ. Δευτέρα, κλείνοντας έναν ιστορικό κύκλο “χαμένων” ποιητών. Αργότερα, πολλοί ακόμη πέρασαν τα σκαλοπάτια της χαμηλοτάβανης ταβέρνας, που αρχικά λειτούργησε ως μπακάλικο και καφενείο το “Ρεματάκι” μέσα στην κατοχή, το 1943. Γνωστοί πελάτες της “Δόμνας” ήταν ο Γιώργος Βέλτσος, ο Τάσος Ψαρράς, ο Κωστής Μοσχώφ, ο Μάνος Λοΐζος, η Μελίνα Μερκούρη κ.ά.
ΠΑΝΚΥΛΙΚΕΙΑΚΟΣ
Η χούντα ευθύς εξαρχής διέλυσε χιλιάδες πολιτιστικά σωματεία, συλλόγους και σε όσα επέτρεψε τη λειτουργία τους, προσπάθησε να “φυτέψει” δοτές διοικήσεις. Ένας από τους πιο γνωστούς συλλόγους που διαλύθηκε σχεδόν από τις πρώτες ημέρες της δικτατορίας ήταν ο ΦΟΘΚ (Φοιτητικός Όμιλος Θεάτρου και Κινηματογράφου). Τα μέλη του επιχείρησαν να κάνουν έναν άλλο, αλλά σύντομα και αυτός τέθηκε σε επιτήρηση και διαλύθηκε. «Τέλος, αφού αποείδαμε και καθώς γνωρίζαμε ότι η χούντα διατηρούσε σχετικά καλή άποψη για ελαφρά θεάματα και ποδόσφαιρο αποφασίσαμε την ίδρυση του ποδοσφαιρικού σωματείου του… Πανκυλικειακού», θυμάται ο Κλέαρχος Τσαουσίδης. Οι διηγήσεις ατέλειωτες και με διάφορες εκδοχές. Σύμφωνα με κάποιους, ο τερματοφύλακας, Στέφανος Ρικούδης, είχε φάει πάνω από… 25 γκολ σε έναν αγώνα, όταν οι αντίπαλοι προνόησαν να στήσουν στο “πέταλο” πίσω του, μια ομάδα καλλίγραμμων φοιτητριών… Ο “φίλαθλος” κόσμος, όμως, που συγκεντρωνόταν στους αγώνες, στο υπόγειο του Παλαί Ντε Σπορ έβρισκε ευκαιρία να συζητήσει και άλλα πράγματα πιο πολιτικά, εκτός από τις… κάκιστες επιδόσεις της ομάδας! Το θρυλικό “πάρτι” του Πανκυλικειακού έγινε τις απόκριες του 1968, στη “Δόμνα”. Το πρώτο βραβείο ήταν ένα “Φίατ 500cc”, αλλά σε… φωτογραφία, το δεύτερο ένα ταξίδι στην… Ελβετία (στη Νέα Ελβετία, στη Χαριλάου) και το τρίτο, που κέρδισε επάξια ο Κλέαρχος, ένα περιδέραιο… καπνιστής ρέγγας. Τα “μπουγέλα” του κυρ Τάκη, με το λάστιχο της βρύσης, όταν οι πελάτες το παρατραβούσαν, παρέπεμπαν και διακωμωδούσαν ευθέως, στο νόμο 4000 περί…Τεντιμποϊσμού!
ΤΑ “ΣΤΕΚΙΑ”
Βεβαίως, ο μεγαλύτερος όγκος των αντιδικτατορικών αγωνιστών ήταν στην εξορία και στις φυλακές. Κάποιοι από αυτούς εγκλείστηκαν ήδη από τον Αύγουστο του 1967 και απελευθερώθηκαν μετά την πτώση της χούντας. Επομένως, ο κόσμος που γέμιζε ταβέρνες και καφενεία “άλλης λογικής” ήταν πολύ μικρός σε αριθμό. Τα “στέκια” ερήμωσαν την περίοδο της επταετίας, ενώ “ανθούσαν” πριν και συνέχισαν να προσελκύουν ανάλογο κόσμο, μετά τη δικτατορία. Προδικτατορικά, αλλά και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, “στέκι” δημοκρατικών φοιτητών ήταν το “χορτοφαγείο” του Γκιγκιλίνη.
Το καφέ “Αλφα” στην οδό Εθνικής Αμύνης και Αλεξάνδρου Σβώλου ήταν, επίσης, στέκι προοδευτικών φοιτητών και σχεδόν απέναντί του, στο καφέ “Ηλιον”, στην Ιπποδρομίου, σύχναζαν οι “μαύροι”, οι συμπαθούντες του καθεστώτος. «Αυτό το αποκαλούσαμε καφέ “Τραμπούκ”, γαλλιστί, έτσι το λέγαμε» λέει ο Νάντης Χατζηγιάννης, που ήταν από τους πρώτους που πιάστηκαν (συναγωνιστής και αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Γιάννη Χαλκίδη, από ασφαλίτες στη σημερινή οδό Νάτσινα). Αντιστασιακά τραγούδια ακούγονταν σύμφωνα με μαρτυρίες θαμώνων και στο “Σουέζ”, στην περιοχή της Δελφών.
Ο ιδιοκτήτης του, με την κιθάρα του, γρατζουνούσε που και που Θεοδωράκη, αφού προηγουμένως είχε εξασφαλίσει ότι δεν υπήρχε χαφιές στις παρέες. Άλλο ένα στέκι, στο οποίο σύχναζαν κυρίως φοιτητές, μέλη του μεταδικτατορικού ΕΚΚΕ, ήταν τα “Σκαλοπατάκια” στη Διαγώνιο. Ο “Παγουλάτος” στην Ανάληψη είχε βαρελίσια ρετσίνα και θερμό πελατολόγιο, όπως και ο “Τζότζος”, στα Κάστρα. Ο “Τζότζος” στην Ανω Πόλη ανήκε στον Καφετζίδη. Πάνω από την ταβέρνα ήταν το σπίτι του. Όταν έφτασε σε προχωρημένη ηλικία, την παραχώρησε στους δύο γιους του, τον Τζότζο (Γιώργο) και τον Λευτέρη. Ο Λευτέρης έφυγε από τη ζωή, πριν από λίγα χρόνια. Ο Γιώργος την έκλεισε αργότερα και σήμερα ζει με την οικογένεια του, στη Ν. Μηχανιώνα. «Είχαν ένα θείο, που ήταν εκπαιδευτικός στην Τασκένδη και αυτό από μόνο του αρκούσε να “σταμπάρει” το μαγαζί. Όπως και η “Δόμνα”, βρισκόταν στις παρυφές του Γεντί Κουλέ και αυτό από μόνο του είχε το συμβολισμό του και προσέλκυε αντικαθεστωτικούς», λέει ο δημοσιογράφος και θαμώνας των δύο στεκιών, Δημήτρης Γουσίδης. Τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας, συνευρέσεις γινόταν και στο “Υποβρύχιο”, στην Τούμπα, όπου αργότερα είχε εμφανιστεί και η Σωτηρία Μπέλλου.
Ηθελε πραγματικό τσαγανό να κρατάς μαγαζί, με πελάτες “σταμπαρισμένους”. Η ασφάλεια εκβίαζε με τον τρόπο της (συχνές εφόδους, σφράγισμα, κλείσιμο της μουσικής) τους ταβερνιάρηδες. Λίγοι, όμως, ως ελάχιστοι, υπέκυπταν στους εκβιασμούς.
“Στέκι” στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη, την περίοδο της χούντας, αλλά και μεταδικτατορικά, ήταν το ταβερνείο “ο Βάγγος”, στις 40 Εκκλησιές, όπου σύχναζαν και οι γνωστοί συλληφθέντες της Δ.Α.: Νέστωρ, Ζάννας, Δέδες κ.ά. Ακόμη και αυτές οι μικρές εστίες συνάθροισης είχαν τεθεί κάτω από το βλοσυρό βλέμμα της κρατικής ασφάλειας και των συνεργατών της. Ήθελε πραγματικό τσαγανό να κρατάς μαγαζί, με πελάτες “σταμπαρισμένους”. Η ασφάλεια εκβίαζε με τον τρόπο της (συχνές εφόδους, σφράγισμα, κλείσιμο της μουσικής) τους ταβερνιάρηδες. Λίγοι, όμως, ως ελάχιστοι, υπέκυπταν στους εκβιασμούς.
Συνήθως, οι ιδιοκτήτες των στεκιών δεν ανήκαν στην αριστερά, αλλά στον χώρο του κέντρου και σπανίως εκδήλωναν δημοσίως τα πολιτικά τους φρονήματα, ενώ δεν έλειπαν και κάποιες εξαιρέσεις. Μεζεδάδικο στο κέντρο της πόλης (στη συμβολή των οδών Π. Ιωακείμ και Π. Μελά), όπου σύχναζαν κυρίως αριστεροί φοιτητές είχε αναρτημένο στους τοίχους του καδράκια του τέως και της βασιλικής οικογένειας… Αλλά, αυτό δεν εμπόδιζε στους θαμώνες του να συχνάζουν εκεί, αξιοποιώντας μάλιστα και για δικό τους όφελος, τις “εγγυήσεις” ασφάλειας, που τους παρείχε ο “εθνικόφρων” χώρος… Παρά την πόλωση, στα “δημοκρατικά” και τα “χουντοβασιλικά” καφενεία, υπήρξαν και περιπτώσεις αλληλεγγύης μεταξύ γνωστών, έστω και διαφορετικών ιδεολογικών πεποιθήσεων, στις γειτονιές. Φωτογράφος της Άνω Πόλης, “βασιλικών” φρονημάτων, γνωστός για την κομψότητά του – οι φωτογράφοι έπαιρναν δουλειές από τα σώματα ασφαλείας, είχαν επαφές με τις αρχές και έπρεπε να είναι καταλλήλως ενδεδυμένοι – κατά τις πρώτες μέρες της δικτατορίας, φέρεται να έδιωξε με τις κλωτσιές ασφαλίτες, που ήρθαν στο μαγαζί του να ζητήσουν εξηγήσεις για τον νεαρότερο, αριστερών πεποιθήσεων, συνεργάτη του. «Είναι δικό μου παιδί – τούς είπε- και δεν ξέρω τι λέτε…να πάτε αλλού να ψάξετε για κομμουνιστές…». Οι ασφαλίτες, μπροστά στις φωνές και τις απειλές του για τις “διασυνδέσεις” του έφυγαν με την ουρά στα σκέλια…
Φυσικά, ο νεαρός κομμουνιστής συνεργάτης του δεν απέφυγε τα ξερονήσια (Γυάρος, Λέρος) καθώς τον “μάζεψαν” από το σπίτι του, τις επόμενες μέρες. Άλλωστε και οι “επαφές” του κομψού φωτογράφου “ξεθώριαζαν” κι αυτές πολύ γρήγορα, εφόσον ο τέως βασιλιάς, στο περιβάλλον του οποίου είχε… άκρες, είχε αρχίσει να βλέπει την “πόρτα εξόδου” πριν αναγκαστεί οριστικά να εγκαταλείψει τα χώρα μετά το βασιλικό “αντι-κίνημα”… Και σε άλλους χώρους σημειώθηκαν αντίστοιχα περιστατικά ανθρωπιστικής αλληλεγγύης. Όμως το “σιδερένιο χέρι” της χούντας, άπλωνε παντού το “δίχτυ” του φόβου, αρπάζοντας κυριολεκτικά μέσα από τα σπίτια και από τις ταβέρνες όποιον θεωρούσε ύποπτο ανατροπής της… “επαναστάσεως”. Η νεανικότητα και ο ενθουσιασμός των αγωνιστών δεν ήταν δυνατόν να μην γίνει αντιληπτός, από τους “συνεργάτες” του καθεστώτος, που έβλεπαν, άκουγαν και τούς “κάρφωναν” στις αρχές. Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος είχε εξοριστεί, μόνο και μόνο, λόγω των πολιτικών φρονημάτων των οικογενειών τους, που είχαν παρελθόν στο αντάρτικο. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους, που το μεγαλύτερο μέρος των αντιστασιακών οργανώσεων δεν απέφυγαν την εξάρθρωση και τα μέλη τους, τη σύλληψη και την εξορία.
Η ΥΠΟΓΕΙΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
«Οι οδηγίες που είχαν δοθεί στους ασφαλίτες ήταν ότι χώροι, στους οποίους συχνάζουν πάνω από 10 ή 15 άτομα, πρέπει να παρακολουθούνται. Εδώ, είχαμε τον προσωπικό μας χαφιέ έξω από το σπίτι μας, στις ταβέρνες δε θα είχαν μάτια και αυτιά», λέει ο πρόεδρος της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων Κ.Δ. Μακεδονίας Νίκος Καλογερόπουλος.
Ο ίδιος, εκπαιδευτικός που δίδασκε λατινικά στο Πανεπιστήμιο και απολύθηκε κατά τη διάρκεια της χούντας, όχι μόνο κατάφερε να μην συλληφθεί, αλλά και να κρατήσει σε πλήρη ανωνυμία τον κύκλο των αγωνιστών, που συντόνιζε κατά τη διάρκεια της χούντας. Η σύνθεση της ομάδας του έγινε γνωστή παρά μόνο, πολύ αργότερα… εννιά χρόνια μετά την πτώση της χούντας. Ο πυρήνας της ομάδας ήταν περίπου 15 άτομα, οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί, γνωστοί μεταξύ τους από τις κοινωνικές επαφές, αλλά αγνοώντας ανά τρεις μεταξύ τους, την ένταξη των υπολοίπων στην ομάδα.
Ο Καλογερόπουλος, που είχε δικτύωση με τη “Δημοκρατική Άμυνα”, ήξερε και τους δεκαπέντε, αλλά ο κάθε ένας από αυτούς ήξερε μόνο δύο ή τρεις. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούσαν ήταν απλοί, με βάση το μπαρούτι (δυναμίτες) και τα “χτυπήματα” συμβολικά. Περίπου επτά ή οκτώ (το ένα στη μητρόπολη) έγιναν με τη συμμετοχή και του ίδιου του Καλογερόπουλου, κατά τη διάρκεια επισκέψεων του δικτάτορα Παπαδόπουλου στην πόλη. «Ήμασταν αφανείς και αποτελεσματικοί. Πηγαίναμε σε ταβέρνες και συναντιόνταν οι δικοί μας μεταξύ τους τυχαία και γνωρίζονταν κοινωνικώς, αλλά δεν ήξερε ο ένας τι κάνει ο άλλος. Ήταν βασικός κανόνας της συνωμοτικότητας, ώστε εάν ακόμη πιαστεί κάποιος να μην μπορεί να “δώσει” στην ασφάλεια, όλη την ομάδα» λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Καλογερόπουλος.
Η ομάδα αυτή, ήταν ένα μικρό “παρακλάδι” της Δημοκρατικής Άμυνας, κυρίως αριστερών φρονημάτων, που ωστόσο διατηρούσε αυτονομία δράσης γι’ αυτό και δεν κατέστη δυνατόν να εξαρθρωθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ο Καλογερόπουλος είχε τις επαφές του με στελέχη της Δ.Α. στην Αθήνα (Σημίτη, Καράγιωργα, Κωνσταντόπουλο). Μάλιστα, ο τελευταίος βοήθησε αρκετά την ομάδα της Θεσσαλονίκης. Το 1983, ο Καλογερόπουλος συγκάλεσε όλα τα μέλη της ομάδας και τα σύστησε μεταξύ τους. Ως τότε αγνοούσε ο καθένας απ’ αυτούς, το σύνολο της δομής της οργάνωσης. Την έμαθαν εννιά ολόκληρα χρόνια, μετά την πτώση της χούντας…