Αδιάφορους τους αφήνουνε οι στροφές των Γρεβενών.
Σαράντα δύο λεπτά μέχρι την Καλαμπάκα, μόλις περάσεις τα πράσινα νερά του Βενέτικου.
Σφυρίζει στους τροχούς η νύχτα
Χαμάληδες του χρόνου
Κι αυτοί κατηφορίζουν λυπημένοι
Ερχόνται στην Αθήνα αστράφτοντας κι απρόσκλητοι
Γεμάτοι συγκατάβαση κι ερημία
Θεοί χωρίς φτερά, γεμάτοι ασήμι
Γνέφουνε μάταια στους ουρανούς,
Χωρίς το φόβο του θανάτου
Βροχερός είναι γι΄ αυτούς πάντα ο καιρός
Ο,τι αγγίζει το χέρι τους, γίνεται στάχτη
Τα ρούχα τους διψάνε για Δικαιοσύνη
Αλλά, με ποιον να μοιραστούν το φως που κουβαλάνε.
Τραβάνε στο τέλος προς το σπίτι. Βαθειά ηττημένοι
("Κρασί σε πίνω για καλό/ κι εσύ με πας στον τοίχο". Με αυτόν τον γλυκύτατο Μιχάλη Πανουσάκο. Για όλα τα Επαρχιωτάκια και τις έρημες διαδρομές μας...)