Η μόνη εξαίρεση είναι τα ελληνικά και τα ελληνικού τύπου γιαούρτια, που έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη, όπως έδειξαν οι αναλύσεις των Βρετανών επιστημόνων.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων του Λιντς και του Σάρεϊ, με επικεφαλής τη διατροφολόγο δρα Μπερναντέτ Μουρ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ Open, ανέλυσαν 921 γιαούρτια διαθέσιμα σε μεγάλα βρετανικά σούπερ-μάρκετ.
Με εξαίρεση τα ελληνικά/ελληνικού τύπου γιαούρτια, τα μέσα επίπεδα ζάχαρης βρέθηκαν να είναι πολύ πάνω από τα πέντε γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια γιαουρτιού, που απαιτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να θεωρηθεί ένα προϊόν ότι δικαιούται την «πράσινη» σήμανση ως τρόφιμο χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη.
Μόνο το 9% (ούτε ένα γιαούρτι στα δέκα) δεν ξεπερνούσε τα συνιστώμενα όρια ζάχαρης, ενώ για τα παιδικά γιαούρτια το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόνο 2%. Η πιο «γλυκιά» κατηγορία ήταν τα γιαούρτια-επιδόρπια με μέση περιεκτικότητα σε ζάχαρη 16,4 γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια προϊόντος, ενώ στα παιδικά γιαούρτια η μέση περιεκτικότητα ήταν περίπου 11/100 γραμμάρια και στα βιολογικά 13/100 γραμμάρια.
«Ακόμη και γιαούρτια με την ετικέτα «βιολογικά», που συχνά θεωρούνται τα πιο υγιεινά, στην πραγματικότητα μπορεί να αποτελούν μια αφανή πηγή πρόσθετης ζάχαρης», ανέφερε η Μουρ.
Στη Βρετανία τα παιδιά, ιδίως έως τριών ετών, τρώνε περισσότερο γιαούρτι από τους μεγάλους. Το Εθνικό Σύστημα Υγείας της χώρας συνιστά τα παιδιά τεσσάρων έως έξι ετών να μην καταναλώνουν πάνω από 19 γραμμάρια ζάχαρης τη μέρα. Αλλά μόνο δύο από τα 101 παιδικά γιαούρτια που αναλύθηκαν, ταξινομήθηκαν ως χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη.
Τα ελληνικά/ελληνικού τύπου γιαούρτια, καθώς και τα λεγόμενα «φυσικά», βρέθηκαν να έχουν πολύ διαφορετικό θρεπτικό «προφίλ», περιέχοντας πολύ υψηλότερα επίπεδα πρωτεϊνών (κατά μέσο όρο 32,4% έναντι 11% έως 20% των άλλων γιαουρτιών), λιγότερους υδατάνθρακες (35% έναντι 49% έως 60% των άλλων) και τη λιγότερη ζάχαρη από όλα τα άλλα γιαούρτια (κατά μέσο όρο πέντε γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια γιαουρτιού).
Το γιαούρτι, εκτός από αφθονία προβιοτικών («καλών» βακτηρίων), περιέχει πολλές πρωτεΐνες, ασβέστιο, ιώδιο και βιταμίνη Β, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
πηγή: medicalnews.gr