Στην παρούσα φάση αξίζει να σημειωθεί ότι η οριστική εξάλειψη της πολιτικής αβεβαιότητας αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες για την περαιτέρω υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ καθώς:
Πρώτον, ενδυναμώνει την αξιοπιστία και κατά συνέπεια τη θέση της χώρας στις συζητήσεις για ευνοϊκότερη διευθέτηση του χρέους ενώ παράλληλα συμπιέζει το κόστος δανεισμού στο βραχυπρόθεσμο χρέος. Κατ' αυτόν τον τρόπο αποκλιμακώνει τον αριθμητή του λόγου, δηλαδή το ύψος των υποχρεώσεων.
Δεύτερον, συνιστά τον θεμέλιο λίθο για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και τη βελτίωση των παραγωγικών ικανοτήτων της χώρας ώστε να ενισχυθεί μόνιμα ο παρανομαστής του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Η ελληνική οικονομία εξαιτίας της αποεπένδυσης λειτουργεί για έκτο συνεχές έτος κάτω των δυνατοτήτων της όπως αυτές προσδιορίζονται από το δυνητικό ΑΕΠ που υπολογίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξέλιξη που επιβαρύνει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ.
Οπως επισημαίνει η τράπεζα, η δέσμευση της Ελληνικής Κυβερνήσεως, στο πλαίσιο της πρώτης αξιολογήσεως του προγράμματος για την υιοθέτηση μηχανισμού λήψεως προληπτικών μέτρων περικοπής δαπανών (contingency plan) σε περίπτωση μη επιτεύξεως των δημοσιονομικών στόχων, δύναται να ενδυναμώσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές.
Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρόσθετο παράγοντα τόσο μετριασμού των ανησυχιών στις κεφαλαιαγορές, όσο και εμπέδωσης κλίματος σταθερότητας των επιχειρηματικών συνθηκών, εξέλιξη που δύναται να βοηθήσει στην υποχώρηση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.
Η εξάλειψη της πολιτικής αβεβαιότητας αποτελεί απλώς το έναυσμα μιας αναπτυξιακής διαδικασίας.
Η διατηρησιμότητα αυτής της διαδικασίας προϋποθέτει την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Οι επενδύσεις αυτές ενισχύουν την παραγωγικότητα και δευτερογενώς αυξάνουν την παραγωγικότητα και άλλων επιχειρήσεων μέσω της βελτιώσεως της τεχνολογίας-τεχνογνωσίας.
Κρίνεται λοιπόν μεγάλης σημασίας η προσέλκυση επιχειρηματικών επενδύσεων που θα αποφέρουν μακροχρόνιες αποδόσεις στην οικονομία, εν αντιθέσει με τις επενδύσεις σε κατοικίες, που αποτέλεσαν το κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο της χώρας στο παρελθόν και οι οποίες υποδεκαπλασιάστηκαν στην περίοδο της κρίσεως.
Επιπροσθέτως, η παραγωγικότητα της οικονομίας συσχετίζεται θετικά με το μέγεθος των εταιριών, στο οποίο η χώρα μας υστερεί σε σχέση με τις υπό σύγκριση ευρωπαϊκές χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα παράγουν το 74,8% της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας, έναντι του 57,8% που αποδίδουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα στη χώρα μας, οι μεγάλες επιχειρήσεις αποδίδουν μόνο το 25,2% της συνολικής προστιθέμενης αξίας, έναντι του 42,2% που αναλογούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επιπλέον, σύμφωνα με το πληροφοριακό σύστημα Εργάνη, στο 2015, το 29% των εργαζομένων απασχολείται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (1-9 εργαζόμενοι) που αναλογούν στο 88% του συνόλου των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Το 26% απασχολείται σε επιχειρήσεις 10-49 ατόμων, το 18% σε επιχειρήσεις 50-249 ατόμων και το υπόλοιπο των εργαζομένων εργοδοτείται σε μεγάλες επιχειρήσεις άνω των 250 ατόμων, οι οποίες αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,2% του συνόλου των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Τέλος, η παραγωγικότητα της χώρας επηρεάζεται από την υψηλή διαρθρωτική ανεργία και την υποαπασχόληση που συνδέεται με την αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων.
Κομβικής σημασίας είναι η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε να προσαρμοσθεί πλήρως προς τις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος, αν και πολύ υψηλότερο σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμο με αυτό των άλλων χωρών αφού:
Πρώτον, το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους, άνω του 80%, οφείλεται στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF), άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και άλλα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.
Δεύτερον, το ύψος του ελληνικού χρέους μπορεί να είναι πολύ υψηλό σε όρους ονομαστικής αξίας αλλά η δυνατότητα διαχειρίσεώς του φαίνεται αρκετά καλύτερη εφόσον εκφρασθεί σε όρους παρούσας αξίας. Η μέση διάρκεια είναι 15,7 έτη, όταν η μέση διάρκεια του ιταλικού και του γαλλικού δημόσιου χρέους είναι 6,5 και 6,9 έτη αντίστοιχα, και με μέσο επιτόκιο 2,7%.
Πηγή: reporter.gr