Είχε φύγει ξαφνικά από τη Νέα Υόρκη μετά από μια δυσάρεστη εξέλιξη με την σχέση του. Ένοιωθε άσχημα, δεν συνήθιζε να φεύγει μακριά όποτε πρόκυπτε ένα πρόβλημα μα, αυτό ξεπερνούσε τον εαυτό του, αφού συνδεόταν με τη γυναίκα που μοιραζόταν εκείνη την εποχή την ζωή του. Την γυναίκα, που τόσο αδικαιολόγητα κι ανεύθυνα είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της. Είχε, παρέβη όλους τους κανόνες που διέπουν μια υγιή σχέση με το να ενδώσει σε μια γελοία πρόκληση, ένα στοίχημα, που είχε βάλει με τον φίλο του δυο βράδια πριν στου JCMellon’s”, για το ποιος στο τέλος της βραδιάς θα έφευγε με την όμορφη μελαχρινή που στέκονταν μαζί με δυο φίλες της ακριβώς δίπλα τους, στο μπαρ.
Ο Μάριο, ήταν σίγουρος ότι θα κέρδιζε το στοίχημα ο ωραίος της παρέας, ο φίλος του ο Ρόμπερτ. Αλλά κάτι στο βλέμμα της μελαχρινής καλλονής, του έλεγε να σηκώσει το γάντι. Πάντα, την έβρισκε όταν πήγαινε ενάντια στις πιθανότητες και κέρδιζε, ένοιωθε ωραία. Σκέφτηκε, να αφήσει τον Ρόμπερτ να προχωρήσει πρώτος και ζήτησε από τον μπάρμαν άλλον ένα γύρο ουίσκι, σήκωσε το ποτήρι και του ευχήθηκε καλή επιτυχία, τσούγκρισαν μαζί τα ποτήρια τους και ο Ρόμπερτ κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Ο Μάριο, δεν μπήκε στον πειρασμό να παρακολουθήσει τη σκηνή, γύρισε το κεφάλι του και ασχολήθηκε με το να τσεκάρει τους υπόλοιπους θαμώνες του μπαρ.
Κάποια στιγμή ο Ρόμπερτ γύρισε στην παρέα του και του είπε με απορημένο ύφος «δεν το πιστεύω, άκου να μου πει ότι είμαι πολύ ωραίος για το γούστο της!» Ο Μάριο, ξέσπασε στα γέλια και του απάντησε συγκαταβατικά “υπάρχουν και τέτοιες γυναίκες φίλε μου». Ήπιε μια γερή γουλιά από το ουίσκι του και ζήτησε από τον φίλο του να του ευχηθεί καλή τύχη και προχώρησε προς το μέρος της μελαχρινής. Όταν έφτασε δίπλα της αντιλήφθητε ότι ήταν πολύ πιο όμορφη από κοντά. Επιστράτευσε όλο το χιούμορ που διέθετε και τις είπε “για σου, δεν το ‘ξερα ότι σ αρέσουν οι «πίθηκοι»” εννοώντας τον εαυτό του με τα άψογα περιποιημένα γένια που εδώ και καιρό είχε αφήσει να γεμίσουν το πρόσωπο του.
Εκείνη, γέλασε δυνατά και τον ρώτησε το όνομά του. Αυτό, ήταν, για μια ακόμα φορά είχε νικήσει τις πιθανότητες, αλλά στη διαδρομή, δεν σκέφτηκε, ότι αυτή η επιτυχία του, μάλλον θα του κόστιζε τη σχέση του με την γυναίκα, που πραγματικά τον ενδιέφερε περισσότερο από κάθε άλλη.
Την άλλη μέρα το πρωί, δεν τόλμησε να γυρίσει σπίτι στην σύντροφό του, που τον περίμενε από το προηγούμενο βραδύ για να φάνε μαζί. Πήρε το αεροπλάνο και πήγε χωρίς να τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα, στη Βενετία, για να βρεθεί – σ ένα αφιλόξενο, κρύο και με έντονη τη μυρωδιά της μούχλας σκηνικό αυτό, του βενζινάδικου – να κάθεται σε μια σεζ – λονγκ.
Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε μια γόνδολα που πλησίαζε, μια γυναίκα καθόταν μόνη της μ ένα ποτήρι σαμπάνια στο χέρι, φαίνονταν να απολαμβάνει τη βόλτα της, κοίταξε πιο προσεκτικά και ξαφνικά το πρόσωπο του φωτίστηκε! Λες; αναρωτήθηκε, δεν είναι δυνατόν, αυτή είναι; Πως τον βρήκε; δεν είχε πει σε κανέναν που θα πήγαινε.
Ξανακοίταξε, συνοφρυώνοντας ταυτόχρονα τα μάτια του για να δει καλύτερα και ανγνωρίζοντας στο πρόσωπο της, τη γυναίκα του, αναφώνησε ψιθυριστά "αυτή, είναι!" Σηκώθηκε, τίναξε την καμπαρντίνα του, έβγαλε το καπέλο του, έχωσε τα δάχτυλα του στα μαλλιά του, σε μια προσπάθεια να ισιώσει, εβαλε ξανά το καπέλο του και προχώρησε αποφασιστικά προς την αποβάθρα.