Παρόλα αυτά πήρε τηλέφωνο τη γραμματέα του και της είπε να ακυρώσει όλα τα ραντεβού που είχε σήμερα. Βρήκε μια ανόητη δικαιολογία, του στυλ "δεν νοιώθω καλά σήμερα και δεν θα έρθω στο γραφείο", για να την ακούσει να του λέει με έντονο ύφος ότι είναι βλάξ, διότι τρεις μήνες προσπαθούσε να του κλείσει ραντεβού με έναν από τους μεγαλύτερους επενδυτές της "Wall Street" και εκείνος έτσι, απερίσκεπτα θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη, τονίζοντας του, ότι αν θα το έκανε θα παραιτείτο. Ο Μάριο, ακούγοντας την να λέει ότι θα παραιτηθεί τα χρειάστηκε, την καλμάρισε και της υποσχέθηκε ότι θα πήγαινε.
Άνοιξε το βήμα του και σε λίγα λεπτά έφτασε στο καφέ, χαιρέτισε το Μαιτρ και του παρήγγειλε κρουασάν με καφέ, κάθισε σ ένα τραπέζι δίπλα στο μεγάλο παράθυρο, άναψε ένα τσιγάρο, άφησε τον καπνό να βγει απολαμβάνοντας τον και στη σκέψη όσων του είπε η γραμματέας του πριν στο τηλέφωνο, χαμογέλασε. Δεν ήθελε να την χάσει, γιατί εκτός του ότι ήταν πολύ καλή στη δουλειά της, την ένοιωθε σαν την μεγάλη του αδελφή, που πάντα της εκμυστηρευόταν τα προβλήματα του και της ζητούσε τη συμβουλή της.
Κάποια στιγμή είδε τη Νατάσα να μπαίνει, σηκώθηκε για να την χαιρετίσει και με ευγένεια, σαν αυθεντικός τζέντλεμαν της πρόσφερε τη θέση του, γιατί όπως της είπε είχε καλύτερη θέα. Είχε ξεχάσει πόσο όμορφη ήταν και ειδικά εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό, φορούσε blue jeans και ένα μαύρο εφαρμοστό μπλουζάκι, που αναδείκνυε το υπέροχο στήθος της. Τόσο απλή αλλά, τόσο πολύ κομψή, ήταν σχεδόν άβαφη και παρόλα αυτά η επιδερμίδα της έλαμπε. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, φώναξε τον μαιτρ και του ζήτησε να φέρει άλλο ένα καφέ με κρουασάν για εκείνην. Η Νατάσα του χαμογέλασε και τον ρώτησε πώς κι έτσι. Πώς, αποφάσισε μετά από μήνες που είχαν χωρίσει να την καλέσει για καφέ; Εκείνος, άπλωσε το χέρι του και με τα δυο του δάχτυλα άγγιξε το χέρι της κάνοντας την, όπως έδειξε, από την έκφραση του προσώπου της, να συμπεράνει ότι αισθάνθηκε όμορφα. Εκείνη, ένοιωσε ένα ρίγος να διαπερνά το σώμα της, πίεσε το χέρι της στα δάχτυλα του, σαν να του έλεγε ότι ήταν η σωστή στιγμή, για να κάνει επιτέλους την κίνηση του!
Κοίταξε το ρολόι του, είδε ότι είχε πάει κι όλας 10 η ώρα, σηκώθηκε, με βαριά καρδιά που χάλαγε μια στιγμή σαν κι αυτή, η οποία, ήταν σίγουρος ότι, υπό κανονικές συνθήκες, θα εξελισσόταν σε μαγική, της ζήτησε συγγνώμη και της είπε «θα σε δω αργότερα». Η Νατάσα, προσπάθησε να κρύψει τη δυσαρέσκεια της και χαμογελώντας του είπε απλά «Οκ!»
Περπατώντας προς το γραφείο του ο Μάριο, αναρωτήθηκε αν η δουλειά που είχε ήταν τόσο σημαντική, όσο οι στιγμές που θα πέρναγε με τη Νατάσα; Δεν βρήκε απάντηση όσο και να παίδεψε το μυαλό του. Έφτασε στο γραφείο του όπου ήδη τον περίμενε ο πελάτης του, παρήγγειλε άλλο ένα καφέ στην γραμματέα του και στρώθηκε στη δουλειά.