Λίγο θλιβερά, κάπως επιτηδευμένα, αλλά σίγουρα με την επίγνωση ενός διαφορετικού προορισμού απ΄ τον δικό τους: «είμαι στον καϋμό σου θύμα»…
Αυτός σακάτης, Αυτή οικουμενική.
Αυτός ζαχαρωμένος. Αυτή χωρίς κανέναν ίλιγγο.
«Βαθειά στο πέλαγος θωρρώ/
Μα γιατρειά δεν καρτερώ/
Τώρα που΄ φυγες στα ξένα/
Γράψε αλλοίμονο σε μένα…»
Για όσα δεν είχε ζήσει, πήγε και σκάλωσε τότε, σαν στολίδι ξεκρέμαστο, η νοσταλγία μέσα του.
«Δεν αμαρτήσαμε σε τίποτε, ρε», της λέει.
«Αιμορραγούμε και δεν υπάρχει γιατρειά και φάρμακο για μας. Μες΄ την απελπισία μας, χτίζουμε τα δικά μας ειδύλλια.
Κι εν πάσει περιπτώσει- ρίχνει το τελευταίο του χαρτί-αν είναι να μας σώσεις, πες μας κυρά μου που τραγουδάς, να΄ ρθουμε ν΄ αποθέσουμε στα πόδια σου,
τη φανέλα του Γκαρσία…»
Ισόβια απόρριψη, από κει.
Θρήνος πυκνός, ο δικός μου… Ετοιμοθάνατος για το ανεκπλήρωτο.
-Ρε, πόσο απρόσιτη είναι η ματαιότητα!..
-Παράλληλοι κόσμοι καρντάση μου, του λέω και τον χτυπάω συγκαταβατικά στην πλάτη.
-Καρδιά χωρίς εκπλήξεις. Αυτή έχει επίγνωση της ομορφιάς της κι εμείς είμαστε υπερβολικά συνεπείς και παρόντες στα δράματα.