Του Μάριο δεν του άρεσε η περιοχή κι αυτό επιβεβαιώθηκε όταν είδε τρεις νεαρούς Πορτορικανούς (οι οποίοι, απ’ ότι έδειχναν δεν ήταν μεγαλύτεροι από 17-20 ετών) να έρχονται με μάγκικο στυλ κατά πάνω τους. Η κρεολή, σφίχτηκε στο μπράτσο του και του είπε ψιθυριστά «σε παρακαλώ Μάριο μην κάνεις καμιά ανοησία, δώσε τους ότι σου ζητήσουν». Εκείνος τσεκάρισε το μπόι και τον όγκο τους και ένοιωσε καλύτερα, αφού δεν ήταν ιδιαίτερα μυώδεις και ψηλοί. Κάτι σε όλη αυτή την υπόθεση του θύμισε τον καλύτερο φίλο του πίσω στην Αθήνα, που του είχε πει να μην μετράει την επικινδυνότητα του άλλου με το μπόι τα μούσκουλα και τον όγκο..
Οι Πορτορικάνοι έφτασαν σε απόσταση αναπνοής κι ο «αρχηγός» τους, που ήταν σχεδόν ένα κεφάλι πιο κοντός από τον Μάριο του είπε, ενώ κρατούσε στο δεξί του χέρι μια αλυσίδα την οποία κουνούσε πέρα δώθε «ει μάγκα που πας έτσι, βιαστικά, με την τσίκα (στα ισπανικά πιτσιρίκα) τέτοια ώρα στη γειτονιά μας;». Ο Μάριο, σκέφτηκε ότι κι αυτός κάποτε – αν και ήταν γόνος καλής οικογενείας – έκανε παρέα με αλητάμπουρες του πεζοδρομίου, μάλιστα ο καλύτερος φίλος του, ήταν γιος μικροπωλητή, που είχε μεγαλώσει στους δρόμους και είχε τη φήμη του σκληρού, όταν τον γνώρισε σ ένα αγώνα μπάσκετ στο ανοικτό γήπεδο που πήγαινε στην Αθήνα. Και εκεί που έπαιζαν, σε κάποια φάση, διεκδικώντας την μπάλα τον χτύπησε ύπουλα με τον αγκώνα του στο νεφρό, με αποτέλεσμα ο Μάριο να χάσει την αναπνοή του.
Ο Μάριο, μόλις συνήλθε, έτρεξε, τον έπιασε από τον ώμο, τον γύρισε και του έδωσε ένα δυνατό κροσέ, που τον έριξε κάτω αναίσθητο για αρκετά δευτερόλεπτα. Για να σηκωθεί μετά και ενώ ο Μάριο νόμιζε ότι θα τον σπάσει στο ξύλο, εκείνος τον αγκάλιασε και του είπε χαμογελώντας «ουαου, αυτή, ήταν μια πολλή γερή μπουνιά φίλε». Έκτοτε, έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Μάλιστα, τον πήρε στον σύλλογο όπου αγωνίζονταν στο μποξ και ο Μάριο εξελίχθηκε σ ένα άριστο ερασιτέχνη μποξέρ.
Ο Πορτορικάνος σταμάτησε να κουνάει το χέρι του και είπε στον Μάριο «πρέπει να πληρώσεις για να πας με μια τσίκα από τη γειτονιά μας» η τσίκα, η κρεολή δηλαδή, γύρισε και του απάντησε κάτι στα ισπανικά που δεν είχε καμία σημασία αν ο Μάριο γνώριζε τη γλώσσα, αφού το «πούτο» που τον αποκάλεσε, μάλλον ήταν προφανές τι σημαίνει. Ο Πορτορικάνος του είπε να του δώσει το πορτοφόλι και το ρόλοι του, αν ήθελε να τον αφήσουν ήσυχο. Ο Μάριο, δεν είχε καμία αντίρρηση να του δώσει όσα λεφτά είχε πάνω του, αλλά με τίποτα και με καμία απειλή δεν θα του έδινε το ρόλοι του, ήταν δώρο του πατέρα του - και μόνο αν του έκοβε το χέρι ο πορτορικάνος θα το αποχωριζόταν. Οπότε του έδωσε τα λεφτά, αλλά του είπε ότι έχει πρόβλημα με το ρολόι.
Ο Πορτορικάνος, τότε σήκωσε το χέρι του και έκανε να τον χτυπήσει, ο Μάριο γρήγορα έσπρωξε τη φίλη του στην ακρη, και με μια πολύ γρήγορη κίνηση του άρπαξε με το αριστερό χέρι την αλυσίδα ενώ με το δεξί του έριξε μια μπουνιά στο μάγουλο, κάτω από το μήλο, στέλνοντας τον αναίσθητο κατάχαμα στο πεζοδρόμιο ένα μέτρο μακριά. Ο δυο φίλοι του πορτορικάνου έμειναν άναυδοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο και ξαφνικό γύρισαν την πλάτη στον φίλο τους και το έβαλαν στα πόδια.
Ξαφνικά, άκουσε χειροκροτήματα γύρισε το κεφάλι του και είδε τον Μάικ, τον οδηγό της λιμουζίνας του θείου του Βαγγέλη να τον κοιτάζει επικριτικά. Πως βρέθηκες εσυ εδώ του είπε γεμάτος απορία. Ο Μάικ, χαμογέλασε στην αρχή και του είπε ότι ποτέ δεν έφυγε έξω από το μπαρ στο ισπανικό Χάρλεμ όπου τον άφησε το βράδυ, και ότι τους είχε πάρει από πίσω όταν έφυγαν από εκεί, ο θείος του θα τον «σκότωνε» αν τον είχε αφήσει και φύγει. Ενώ, με αυστηρό ύφος του είπε εκνευρισμένος «αυτό που έκανες ήταν μεγάλη βλακεία, μην το ξανακάνεις». Το ίδιο του είπε και η φίλη του η κρεολή έξαλλη, αλλά τον άρπαξε από το χέρι και τον έσπρωξε στο διαμέρισμά της. Άνοιξε την πόρτα και πριν ο Μάριο προλάβει να δικαιολογηθεί για την ανόητη αντίδραση του, τον τράβηξε επάνω της και τον φίλησε με πάθος, τραβώντας ταυτόχρονα την μπλούζα του έξω από το παντελόνι του, ενώ οπισθοχωρούσε προς το κρεβάτι της!