Το τέλος της σεζόν 2014/2015 τον βρίσκει για ακόμη μια χρονιά πρωταθλητή. Έχει κατορθώσει να επαναφέρει την Τσέλσι στην κορυφή μετά από πέντε χρόνια και να κατακτήσει την τρίτη του Πρέμιερ Λιγκ, ισοφαρίζοντας την επίδοση του δεύτερου τότε στη λίστα, αλλά πολύ μακροβιότερου στο τιμόνι μιας αγγλικής ομάδας, Αρσέν Βενγκέρ.
Παρά το γεγονός ότι η εικόνα του είχε αρχίσει για πρώτη φορά να φθείρεται από το πέρασμά του στη Ρεάλ Μαδρίτης, με την οποία δεν κατάφερε να κατακτήσει μέσα σε τρία χρόνια θητείας το Τσάμπιονς Λιγκ που πήρε με την Πόρτο (2004) και την Ίντερ (2010) και κανέναν τίτλο την τελευταία του σεζόν την οποία και χαρακτήρισε τη χειρότερη της καριέρας του, το όνομά του θεωρούταν ακόμη το απόλυτο συνώνυμο της νίκης.
Γι’ αυτό, παρά την καταστροφική χρονιά που είχε με την Τσέλσι τη σεζόν 2015/16 σε σημείο που απολύθηκε τον Δεκέμβρη ενώ είχε υπογράψει λίγους μήνες νωρίτερα νέο τετραετές συμβόλαιο εξαργυρώνοντας την κατάκτηση δύο τίτλων (εκτός του πρωταθλήματος, πήρε κι ένα Λιγκ Καπ κερδίζοντας 2-0 την Τότεναμ), θεωρήθηκε το 2016 ο καταλληλότερος διάδοχος του Σερ Αλεξ Φέργκιουσον κι ο μόνος που θα μπορούσε να την οδηγήσει στα ίδια μονοπάτια της επιτυχίας.
Είχαν μεσολαβήσει οι παταγώδεις αποτυχίες των Ντέιβιντ Μόγιες (νυν τεχνικός της Γουέστ Χαμ, κατάφερε να κατακτήσει με τους Κόκκινους Διάβολους μόνο ένα Κομιούνιτι Σιλντ, 2-0 τη Γουίγκαν) και του Λουίς Φαν Χααλ (τα πήγε λίγο καλύτερα κατακτώντας το Κύπελλο με νίκη 2-1 στην παράταση απέναντι στην Κρίσταλ Πάλας, ομάδα με σταθερή παρουσία στην κορυφαία κατηγορία, αλλά χωρίς κανένα σημαντικό τίτλο).
Θεωρούταν ακόμη ο Special One και για τον λόγο ακόμη ότι είχε ένα επίτευγμα που απουσίαζε από τον πολυνίκη Φέργκιουσον. Να κατακτήσει δεκαέξι τρόπαια σε δέκα σεζόν, από 2002 έως το 2012, ρεκόρ που κατάφερε να ισοφαρίσει ο Πεπ Γκουαρντιόλα στη δική του χρυσή δεκαετία, μεταξύ 2013-14 και 2022-23 με τις Μπαρτσελόνα, Μπάγερν Μονάχου και Μάντσεστερ Σίτι.
Μια δεκαετία μετά τα πράγματα δείχνουν αρκετά διαφορετικά. Ο Ζοσέ Μουρίνιο συμπληρώνει φέτος επτά χρόνια με μόλις ένα τίτλο στο παλμαρέ του. Θα μπορούσε να είχε ίσως κι έναν ακόμη, αλλά του στερήθηκε η δυνατότητα όταν απολύθηκε λίγες ημέρες πριν το τελικό του Λιγκ Καπ, στον οποίο είχε οδηγήσει την Τότεναμ το 2021. Ήταν τόσο αποκαρδιωτικές ωστόσο οι εμφανίσεις των πετεινών στις υπόλοιπες διοργανώσεις και τόσο έντονο το κοντράστ με την περίοδο που κυριαρχούσαν με το επιθετικό ποδόσφαιρο του Μαουρίσιο Ποκετίνο, που η διοίκηση θεώρησε πως είχε το περιθώριο να προχωρήσει σε ένα unfair.
Μπροστά από τον πάλε ποτέ ανίκητο Πορτογάλο πλέον λάμπουν άλλα ονόματα. Τεχνικών που ήδη έχουν πετύχει και συνεχίζουν να αντέχουν στον χρόνο όπως οι Πεπ Γκουαρντιόλα και Γιούργκεν Κλοπ. Ή προπονητών που φαίνεται βρίσκονται προ των πυλών των δικών τους μεγάλων στιγμών, όπως ο Τσάμπι Αλόνσο της αήττητης με ρεκόρ Μπάγερ Λεβερκούζεν και ο Μικέλ Αρτέτα της υπερηχητικής κι επίσης πρωτοπόρας Άρσεναλ.
Από τους Galacticos στον αγώνα για ένα... ευρωπαϊκό εισιτήριο
Ο Ζοσέ Μουρίνιο έφτασε από τις ημέρες που προπονούσε τους Galacticos να προπονεί με μετριοπαθή μπάτζετ μία Ρόμα χωρίς τις εμβληματικές προσωπικότητες του –μακρινού πια- παρελθόντος (Τότι, Μοντέλα, Καφού, Μπατιστούτα) και στόχους που δεν αντιστοιχούσαν πια σε τίτλους, αλλά στην εξασφάλιση ενός ευρωπαϊκού εισιτηρίου. Ακόμη κι έτσι, κατέγραψε βεβαίως μια αξιοσημείωτη επιτυχία, οδηγώντας τους Ρωμαίους στην κατάκτηση του νεότευκτου Conference League επικρατώντας της ολλανδικής Φέγενορντ με 1-0. Έτσι έγινε ο τρίτος τεχνικός μετά τους Ούντο Λάτεκ (Μπάγερν Μονάχου, Γκλάντμπαχ και Μπαρτσελόνα) και Τζιοβάνι Τραπατόνι (Γιουβέντους, Ίντερ) που κατόρθωνε να πετύχει σε όλες τις βαθμίδες των ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Ενώ όσον αφορά τη Ρόμα ήταν ο πρώτος της –πραγματικός- ευρωπαϊκός τίτλος, με προηγούμενο το Κύπελλο Εκθέσεων το 1961 με αντίπαλο την Μπέρμιγχαμ κι ο πρώτος της ευρωπαϊκός τελικός μετά από 21 χρόνια (τότε είχε χάσει το κύπελλο Ουέφα από την Ίντερ).
Με τη Ρόμα κατάφερε να πάει σε ακόμη ένα τελικό την επόμενη χρονιά, αυτή τη φορά στη δεύτερη τη τάξει σπουδαιότερη διοργάνωση, το Europa League. Εκεί έχασε τον τίτλο στα πέναλτι από τη συνήθη ύποπτη Σεβίλλη (μετράει 7 κατακτήσεις και κανέναν χαμένο τελικό). Το καλοκαίρι που ακολούθησε δεν επέτρεψε στη Ρόμα να ενισχυθεί λόγω των περιορισμών από το Financial Fair Play με παίκτες που θα μπορούσαν να την ανεβάσουν περαιτέρω επίπεδο. Τα σερί με τα αρνητικά αποτελέσματα έγιναν ξανά η επώδυνη πραγματικότητα του Μουρίνιο, ο οποίος βίωσε ακόμη μια απόλυση, στα 60 του πια.
Το όνομα του επανήλθε στο προσκήνιο, λόγω της συνάντησης που είχε κατά το Γκραν Πρι της Σαουδικής Αραβίας με τον πρόεδρο της οικονομικά πανίσχυρης πλέον Νιούκαστλ. Όμως νεότερα ρεπορτάζ τον φέρνουν εγγύτερα σε συμφωνία με την τουρκική Φενερμπαχτσέ έναντι μιας παχυλής αμοιβής μεν, η οποία θα τον φέρει από την άλλη αρκετά σκαλοπάτια πιο κάτω σε σχέση με το σημείο που βρισκόταν πιο πριν στην καριέρα του.
Το χειρότερο όμως είναι ότι αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο ως μια γραφική φυσιογνωμία λόγω των παραπόνων του κατά τη διάρκεια των αγώνων και μετά. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχασε 16 παιχνίδια λόγω τιμωρίας, κατά τη διάρκεια της θητείας του στη Ρόμα, τα οποία αντιστοιχούσαν σε ποσοστό περισσότερο από το 11% των αγώνων των τζιαλορόσι.
Ο απολογισμός των τελευταίων χρόνων είναι πενιχρός. Μόλις πέντε τρόπαια σε δώδεκα χρόνια, με τελευταίο τίτλο πρωταθλήματος εκείνον με την Τσέλσι το 2015, τη στιγμή που για μια δεκαετία (2002-2012) τον είχε στερηθεί μόλις δύο φορές. Ταυτόχρονα δεν έχει την παρηγοριά της αγωνιστικής εικόνας των ομάδων, σε αντίθεση με άλλους σπουδαίους προπονητές που απείχαν επίσης για αρκετό καιρό από τους τίτλους, κατάφερναν όμως να εμφανίζουν στο γρασίδι υψηλού επιπέδου αυτοματισμούς και πολλά υποσχόμενα σύνολα αποτελούμενα από ταλαντούχους σταρ του μέλλοντος, όπως ο Αρσέν Βενγκέρ (μετά το αήττητο πρωτάθλημα του 2004, πήρε τον πρώτο του τίτλο το 2014).
Η στιγμή που συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι μέρος του μέλλοντος
Το αποτέλεσμα είναι κάθε τρίτη του σεζόν ο Πορτογάλος να απολύεται. Υπάρχει φυσικά ο αντίλογος που λέει ότι ο Μουρίνιο δεν είναι περισσότερο προσωρινός στην καρέκλα του απ’ όσο άλλα μεγάλα ονόματα. Όπως κι ότι υπάρχει πλήθος ομάδων που εξακολουθούν να ζητούν τις υπηρεσίες του. Πρόκειται ωστόσο κυρίως για ομάδες που επιδιώκουν να χτίσουν τα παλάτια τους στο εδώ και τώρα. Κι όταν αυτό δεν επιτυγχάνεται, ο Ζοσέ βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο καθώς δεν έχει να προσφέρει ως εναλλακτική την οικοδόμηση μιας προοπτικής, τη δημιουργία δηλαδή ομάδας που δεν θα είναι μιας χρήσης.
Η αλήθεια είναι ότι είχε επίγνωση του δρόμου που διάλεγε. «Αν ήθελα να έχω μια εύκολη δουλειά... θα είχα μείνει στην Πόρτο - όμορφη μπλε καρέκλα, το τρόπαιο του Uefa Champions League, ο Θεός και μετά τον Θεό, εγώ», είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο.
Η θνητή ζωή λοιπόν βρίσκει σήμερα το όνομά του να ακούγεται για ομάδες που παλιότερα ούτε θα σκεφτόντουσαν να του χτυπήσουν την πόρτα. Όχι ότι εκεί δεν υπάρχουν προκλήσεις και δυνατότητες. Η Φενερμπαχτσέ αν δεν καταφέρει να πάρει φέτος το πρωτάθλημα θα συμπληρώσει μια δεκαετία μακριά από την πρώτη θέση. Ενώ σε όλες τις μεγάλες τουρκικές ομάδες εντοπίζεται ο ευσεβής πόθος να επαναληφθεί το ανεπανάληπτο κατόρθωμα της Γαλατάσαραϊ του Φατίχ Τερίμ το 2000, όταν κατέκτησε το Ουέφα στα πέναλτι με την Άρσεναλ.
«Η ιστορία δεν έχει τελειώσει, αλλά ο Ζοζέ Μουρίνιο ίσως πρέπει να συμβιβαστεί με το πέρασμα του χρόνου, κάτι που κάθε ώριμος άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει στην επαγγελματική του ζωή», γράφει ο Neil Fredrik Jensen στο Game of the People. Κι όπως εξηγεί, είναι μάλλον η στιγμή που πρέπει «να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είσαι πλέον μέρος του μέλλοντος, αλλά μπορείς να αναλογιστείς ότι έχεις μια καριέρα πίσω σου που τα πήγες περίφημα».