Το 1991, τρία χρόνια πριν πεθάνει, ο Κερτ Κομπέιν έγραψε μια επιστολή στο Rolling Stone, εκφράζοντας τη γνώμη του για το κοινό και την πολιτική καταγωγή του περιοδικού. «Δεν θα ωφεληθούμε από μια συνέντευξη, επειδή ο μέσος αναγνώστης του Rolling Stone είναι ένας μεσήλικας πρώην χίπης που έγινε χίπης, ο οποίος βλέπει το παρελθόν τους ως "κάποιες ένδοξες μέρες" και έχει μια πιο ευγενική, πιο ήπια κι ενήλικη, όπως θεωρεί, προσέγγιση απέναντι στον νέο φιλελεύθερο συντηρητισμό. Ο μέσος αναγνώστης του Rolling Stone πάντα μάζευε μούχλα».
Η επιστολή του Κομπέιν δεν στάλθηκε ποτέ. Ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη των Nirvana - ο Κριστ Νοβοσέλιτς (μπάσο) και ο Ντέιβ Γκρολ (ντραμς) - συμφώνησαν τελικά να εμφανιστούν στο Rolling Stone, αν και ο Κομπέιν φορούσε ως γνωστόν ένα μπλουζάκι με το σλόγκαν «Corporate Magazines Still Suck» στο εξώφυλλο. Παρ' όλα αυτά, η παραπάνω επιστολή διασώθηκε και περιλαμβάνεται αποσπασματικά στη βιογραφία του Τσαρλς Κρος για τον Κομπέιν, Heavier Than Heaven (2001), στην οποία αποτυπώνεται η πολιτική συνείδηση του τραγουδοποιού - στοιχείο της προσωπικότητάς του που έχει μάλλον υποβαθμιστεί από τους μουσικοκριτικούς και σπάνια εντοπίζεται στις συζητήσεις μεταξύ εκείνων που τον ακούν.
Κι όμως η ταξική οργή συναντάται σε όλα τα άλμπουμ των Nirvana. Από το δισκογραφικό τους ντεμπούτο, Bleach (1989), μέχρι το κύκνειο άσμα τους, In Utero (1993), ο ήχος και η στάση της μουσικής του Κομπέιν συνδέονταν βαθιά με το εργατικό του υπόβαθρο, το οποίο όφειλε στην καταγωγή του, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στην Αμπερντίν της Ουάσινγκτον, την κωμόπολη των υλοτόμων.
Δεν το καταλάβαινες αμέσως από τους στίχους. Αλλά η κοσμοθεωρία του και η κριτική του προοπτική διαμορφώθηκαν σε κρίσιμο βαθμό από την οικονομία της ξυλείας, την ανισότητα του πλούτου και την επακόλουθη έλλειψη ευκαιριών της μεσαίας τάξης που βίωσε μεγαλώνοντας σε μια μικρή πόλη του βορειοδυτικού Ειρηνικού.
Ο Κομπέιν γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1967. Ο πατέρας του ήταν μόλις 21 ετών κι εργαζόταν ως μηχανικός σε ένα πρατήριο καυσίμων. Κι η μητέρα του ήταν μόλις δεκαεννέα. Όπως περιγράφει ο Κρος, η έλλειψη οικονομικής άνεσης αποτελούσε ένα σταθερό πρόβλημα για την οικογένεια Κομπέιν όσο και για τους ντόπιους γενικά. Η οικονομία της ξυλείας του Αμπερντίν είχε φτάσει στο πικ της στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και πολλοί από τους κατοίκους του, λιγότεροι από είκοσι χιλιάδες, επέλεγαν να φύγουν για να βρουν δουλειά αλλού. Η οικονομική πίεση υπήρξε αφόρητη για τους γονείς του Κομπέιν, συμβάλλοντας τελικά στο διαζύγιό τους - μια εμπειρία που έπληξε συναισθηματικά τον Κερτ, ο οποίος βρισκόταν σε μικρή ακόμη ηλικία και από την οποία φαίνεται ότι δεν συνήλθε ποτέ πλήρως.
Τα μαθήματα καλλιτεχνικών στο σχολείο του προσέφεραν κάποια ανακούφιση, αν κι όσο πήγαινε στο λύκειο πέρασε από δέκα διαφορετικά σπίτια, οικογενειακά και μη. Ο Κομπέιν έζησε επίσης για κάποια διάστημα άστεγος, απορρίπτοντας τους γονείς του προκειμένου να μείνει μόνος. Την εμπειρία αυτών των τεσσάρων περίπου μηνών τη μετέφερε στο τραγούδι «Something in the Way» από τον δίσκο Nevermind (1991), στο οποίο αναφέρει ότι κοιμόταν κάτω από μια γέφυρα του Αμπερντίν - ισχυρισμός πάντως που αμφισβητήθηκε από τον Νοβοσέλιτς. Παρ' όλα αυτά, ο Κομπέιν κοιμόταν τακτικά σε κενά κτίρια, ακόμα και στην αίθουσα αναμονής του κοινοτικού νοσοκομείου Grays Harbor, χρεώνοντας κατά καιρούς φαγητό από την καφετέρια σε επινοημένους αριθμούς δωματίων.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Κομπέιν επανασυνδέθηκε με το ενδιαφέρον που είχε αναπτύξει μικρός για τη μουσική και ο Μπαζ Όζμπορν, ένα παιδί μεγαλύτερο που ήταν στους Melvins, άρχισε να τον εισάγει στον κόσμο της punk rock.
Μετά από μία ακόμη περίοδο χωρίς σπίτι, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Κομπέιν δούλευε ως επιστάτης στο λύκειο που πήγαινε με αντάλλαγμα κουπόνια –μια εμπειρία που αργότερα θα ειρωνευόταν στο βιντεο κλιπ του Smells Like Teen Spirit- αφοσιώθηκε πιο ολοκληρωτικά στη μουσική, ενώ είχε γνωρίσει και τον Νοβοσέλιτς, ο οποίος πήγαινε επίσης στο Λύκειο του Αμπερντίν. Παρότι ο Κομπέιν συνέχισε να αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, επιτέλους αισθανόταν ότι είχε βρει ένα σκοπό.
Τα χρόνια που ακολούθησαν από το 1987 έως το 1991 - χρονιά που κυκλοφόρησε το Nevermind – ήταν γεμάτα όνειρα, φιλοδοξίες αλλά και απότομες αντιξοότητες. Ο Κομπέιν και ο Νοβοσέλιτς πλήρωναν τα έξοδά τους είτε παίζοντας σε κλισέ ροκ σχήματα, είτε μέσα από εμφανίσεις πάρτι αδελφοτήτων και συχνά κατά διάρκεια των περιοδειών η νύχτα τους έβρισκε να κοιμούνται στο πάτωμα λόγω της αδυναμίας τους να πληρώσουν για να μείνουν σε κάποιο δωμάτιο. Η Sub Pop, η πρώτη δισκογραφική εταιρεία των Nirvana, προσέφερε ένα είδος αναγνώρισης στον Κομπέιν, ταυτόχρονα ωστόσο δεν υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρη με το συγκρότημα λόγω των δικών της οικονομικών δυσκολιών, με αποτέλεσμα να πληρώνει μεν τα έξοδα ηχογράφησης, αλλά να καρπώνεται η ίδια τα κέρδη.
Με τον καιρό, ο βορειοδυτικός Ειρηνικός, με πιο ξακουστό το Σιάτλ, καθιερώθηκε ως κόμβος της εναλλακτικής μουσικής σκηνής. Συγκροτήματα όπως οι Green River, Mudhoney και Soundgarden καθόριζαν το είδος του grunge, ενώ συγκροτήματα όπως οι Bikini Kill, Bratmobile και 7 Year Bitch έδωσαν το έναυσμα για τη σκηνή riot grrrl.
Ο Κομπέιν είχε στραφεί προς την Ολύμπια, την πόλη που έδρευε το Evergreen State College, προσπαθώντας να γίνει μέρος αυτών των μουσικών ρευμάτων και να τα αναδείξει. Εκείνη την εποχή έβγαινε με την Τόμπι Βέιλ, την ντράμερ των Bikini Kill – ήταν η περίοδος που εμπνεύστηκε το Smells Like Teen Spirit παίρνοντας έναυσμα από ένα πρόχειρο γκράφιτι της Κάθλιν Χάνα, της τραγουδίστριας των Bikini Kill. Ο Γκρολ, ο οποίος είχε ενταχθεί τότε στους Nirvana, έβγαινε επίσης με την Χάνα. Παρά το γεγονός ότι κινούταν σε ένα νέο κύκλο κι έμοιαζε πλέον να έχει βρει σαφή προσανατολισμό, ο Κομπέιν αισθανόταν πάντως πως έχει κάτι ακόμη ν’ αποδείξει.
Το Nevermind, ηχογραφήθηκε στο Λος Άντζελες την άνοιξη του 1991, ήταν η απάντηση. Οι Nirvana είχαν κερδίσει την προσοχή με το πρώτο τους άλμπουμ (Bleach), τις συνεχείς περιοδείες και την αναγνώριση παλαιότερων σχημάτων όπως οι Sonic Youth. Υπέγραψαν με την DGC Records, παράρτημα της σαφώς πιο ισχυρής δισκογραφικά Geffen Records.
Παρά το πολύ πιο επικερδές αυτή τη φορά συμβόλαιο, ο Κομπέιν επέστρεψε για λίγο στην Ολύμπια, μετά από ένα ταξίδι στο Λος Άντζελες τον Ιούλιο, μόνο και μόνο όπως αποδείχτηκε για να ανακαλύψει στην ουσία ότι του είχαν κάνει έξωση από το διαμέρισμά του. Για αρκετές εβδομάδες, έζησε στο αυτοκίνητό του, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν, λίγους μήνες πριν το Nevermind γίνει πλατινένιο. Η επιτυχία του θα έλυνε φαινομενικά τα οικονομικά ζητήματα που αντιμετώπιζε. Δεν στάθηκε ωστόσο αρκετή.
Δεν υπάρχει μία και μοναδική εξήγηση για την αυτοκτονία του Κομπέιν τον Απρίλιο του 1994. Βασικό ρόλο έπαιξε αναμφίβολα ο σοβαρός εθισμός του στην ηρωίνη, τον οποίο φίλοι, οικογένεια και η σύζυγός του, Κόρτνεϊ Λοβ, προσπάθησαν να σταματήσουν. Όμως, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη η πίεση που αισθάνθηκε εξαιτίας της ξαφνικής και ακραίας φήμης, όπως και τα τραύματα που συνέχισε να κουβαλά από την παιδική του ηλικία. Ενώ στα δια βίου άγχη που ροκάνιζαν τις αντοχές του, συμπεριλαμβανόταν κι όσα είχε περάσει λόγω της ταξικής του θέσης και προέλευσης.
Τον Φεβρουάριο του 1991, πριν από τις ηχογραφήσεις στο Λος Άντζελες, ο Κομπέιν ξεκίνησε ένα ημιτελές αυτοβιογραφικό δοκίμιο, το οποίο παρατίθεται εν συντομία στο βιβλίο του Κρος. «Γεια σας, είμαι 24 ετών», αρχίζει ο Κομπέιν. «Γεννήθηκα ένας λευκός, άντρας της κατώτερης μεσαίας τάξης στα ανοιχτά των ακτών της πολιτείας της Ουάσινγκτον. . . . Οι γονείς μου πήραν διαζύγιο και έτσι μετακόμισα με τον πατέρα μου σε ένα πάρκο με τροχόσπιτα σε μια ακόμη μικρότερη κοινότητα υλοτομίας. Οι φίλοι του πατέρα μου τον έπεισαν να γίνει μέλος του Columbia Record Club και σύντομα οι δίσκοι θα έκαναν την εμφάνισή τους στο τροχόσπιτό μου μια φορά την εβδομάδα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αρκετά μεγάλη συλλογή».
Η μουσική προσέφερε μια διέξοδο στον Κομπέιν, κι όπως οι ήρωές του, ο Τζον Λένον και ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, που προέρχονταν από παρόμοια εργατικά στρώματα, του παρείχε ένα μέσο έκφρασης και για τον ταξικό θυμό που αισθανόταν.
Ο Κομπέιν θα εξέφραζε την εκτίμησή του για το χιπ-χοπ στην ίδια κατεύθυνση, αν και ήταν επικριτικός απέναντι στον μισογυνισμό του, με καλλιτέχνες της ραπ όπως ο Jay-Z να του εκφράζουν αργότερα τον σεβασμό τούς. Πράγματι, ο Κομπέιν τάχθηκε ευθέως κατά του σεξισμού, της ομοφοβίας και του ρατσισμού που αντιμετώπιζε στη ροκ σκηνή, ιδίως από άλλους λευκούς άνδρες μουσικούς, συμπεριλαμβανομένων αξιόλογων προσωπικοτήτων όπως ο Έντι Βαν Άλεν.
Με διάφορους τρόπους, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Κομπέιν προσπάθησε να εργαστεί ενάντια σε ένα σύστημα - καλλιτεχνικό, κοινωνικό και οικονομικό - που τον είχε αδικήσει εξ αρχής.
Επιδίωξε επίσης να δημιουργήσει ένα χώρο και για άλλες φωνές, είτε πρόκειται για συγκροτήματα με γυναίκες επικεφαλής όπως οι Σόνεν Νάιφ είτε για περιθωριοποιημένους καλλιτέχνες όπως ο Ντάντιλε Τζόνστον.
Τριάντα χρόνια μετά, είναι σημαντικό να θυμόμαστε τον Κομπέιν όχι μόνο για τη μουσική του ή για τον τραγικό θάνατό του, αλλά και για τις προοδευτικές ιδέες που προσπάθησε να εκφράσει και να φέρει στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της ζωής του.