Αγνάντευε φευγαλέα τον Γράμμο. Μονάχα τα βουνά δε λένε ψέμματα, σκέφτηκε.
Η αιώνια ακινησία τους, είναι το μυθιστόρημα της ύλης.
Κι αυτός από παντού απόκληρος. «Απολύεσαι φίλε. Δε γινόταν αλλοιώς…» του δικαιολογηθήκαν την περασμένη, μετά από 25 χρόνια στη διαφήμιση. ΄Ντάξει κουφάλες!
«Καστάνιανη- 17,5 χλμ», του δείχνει αίφνης από αριστερά.
Δε γαμιέται!.. Κόβει το τιμόνι και παίρνει την ανηφόρα. Να ξεχαστεί πεισματικά σάμπως. Να βρει έναν εαυτό καλύτερο. Τυχαίνει στο πανηγύρι και μόνος.
Κλάμα τα παιδιά και γκρίνια η άλλη. «Που μας έφερες τέτοιαν ώρα;».Απάνω τους αυτός.
«Θέλω τον Αλάμπεη!» παραγγέλνει σκοτεινός στο κλαρίνο.
«Μόνο παίξε στα βαρειά σε παρακαλώ, αδερφέ…» του λέει σεβαστικά και του σπρώχνει μαλακά ένα χάρτινο στην τσέπη.
Κανείς να τον συντρέξει. Ξεκίνησε να χορεύει αργά. Πώς να περάσει μοναχός τη μαύρη όχθη;
«Θα με κρατήσεις φίλε;» αρωτά δειλά έναν διπλανό, αλλά, εκείνος τον κοίταξε περίεργα. Φλώρος «Αθηναίος»σου λέει…
Το πήρε απάνω του τότε. Φώναξε κοντά του τα όργανα. Να παίζουνε χαμηλά στο αυτί του. «Να αρθούν όλα τα αινίγματα απόψε, ρε!». Φώναζε η ψυχή μέσα του… Χαμήλωσε τότε κι αυτός. Παραξενευτήκαν κι οι ανθρώποι, πόσο ίσια χόρευε.
Αητός που γκρεμίζεται σε βάραθρα βαθειά. Κι αυτός να κατρακυλάει χωρίς επιστροφή, σε κάθε γύρισμα, απ΄ την περηφάνεια του.
Για, ποιος να καταλάβει πως, όποτε ψήλωνε σαν να κρατιόταν απο έναν αόρατο ιστό, αυτός ο αποσυνάγωγος, μαρσάριζε ο φορτηγατζής του ο γέρος απ΄ τους ουρανούς, και του κράταγε στοργικά το ορφανό του μαντήλι από το υψωμένο χέρι, γλυτώνοντάς τον οριστικά από την τρέχουσα της ζωής του την γελοιότητα.
(Για όσους, που κοιμούνται τώρα κάτω από ξένους ουρανούς)
https://www.youtube.com/watch?v=njK4ZyeMSrA
Γιώργος Ηλία Χατζηδημητρίου