Εν αρχή, αυτοί που αποκαλώ «παντοφλάκηδες». Είναι κάποιας ηλικίας, παντρεμένοι και τρώνε παντόφλα στο σπίτι από την γυναίκα. Στο κλειστό όμως είναι τελείως διαφορετικοί. Φωνάζουν, διαμαρτύρονται, βρίζουν και πολλές φορές ξεκινάνε τσαμπουκάδες και έρχονται στα χέρια. Όσο πιο καταπιεσμένος είναι ο παντοφλάκιας στο σπίτι τόσο πιο εριστικός και βίαιος γίνεται στο γήπεδο. Εκεί, μακριά από την μέγαιρα, θέλει να νιώσει ότι είναι άντρας με τα όλα του. Είναι μια υποσυνείδητη αντίδραση του καταπιεσμένου και καταφρονημένου «εγώ» του και καλά θα κάνεις να τον διαβάσεις, να μην τον πάρεις στα σοβαρά και να προσπεράσεις.
Μία δεύτερη υποκατηγορία είναι οι λεγόμενοι «προπονητές της εξέδρας». Ξέρουν από μπάσκετ, καθ’ότι πλείστοι έχουν χρηματίσει παίκτες, προπονητές, διαιτητές κτλ. Μονομερώς αναλύουν το ματς με τεχνικά χαρακτηριστικά και όρους, είναι πείσμονες και αλάθητοι και παραγνωρίζουν μονίμως ότι ένας αγώνας έχει και άλλα βαρίδια. Όπως το πάθος για την νίκη, το φόβο ορισμεένων παιχτών, την καλή ή κακή μέρα κάποιου… Εάν τους ρωτήσεις, για την ήττα πάντα φταίει ο μυρουδιάς προπονητής, τα συστήματά του και οι εμμονές του. Ενώ αυτοί στην θέση του θα το είχαν πάρει το ματσάκι... Ξέρετε τι ωραία πόκα παίζω, όταν είμαι έξω από το τραπέζι και δεν ποντάρω τα δικά μου χρήματα; Την καλύτερη!
Μία τρίτη υποκατηγορία είναι τα «χουλιγκάνια». Είναι νεαρά ημεδαπά ή αλλοδαπα παιδιά, συνήθως έβδομα τέκνα έβδομου πατρός, χωρίς τις ίσες ευκαιρίες στην ζωή, εν δυνάμει άεργα και περιθωριοποιημένα, με διαλυμένο οικογενειακό ιστό. Διαισθάνονται ότι είναι «στην απέξω» και δεν υπάρχει για αυτά ζωτικός χώρος να ενταχθούν με ισονομία. Αυτό δημιουργεί πικρία, η πικρία θυμό και τέλος ο θυμός έκρηξη. Το μότο τους είναι: «αφού δεν με αφήνει η κοινωνία να φτιάξω, τότε και εγώ θα την χαλάσω». Τα παιδιά αυτά λειτουργούν πάντα σαν αγέλη και ποτέ μεμονωμένα. Το γήπεδο για αυτά είναι πεδίο εξωμπασκετικής δράσης λαμπρό, καθ’ότι δεν σκαμπάζουν και πολλά από το άθλημα.
Τέλος, μία κατηγορία από μόνη της είναι τα «φρικιά» της Υπεροχής Εξαρχείων. Κανόνας τους είναι το: «δεν σε πειράζω, αν δεν με πειράξεις». Φωνάζουν από την αρχή μέχρι το τέλος του αγώνα, κλέβοντας με τον παλμό τους τις ματιές των υπολοίπων θεατών από το παιχνίδι. Η ιδεολογία τους γνωστή και σεβαστή. Οι μπύρες, οι μαλαματίνες και τα τοιαύτα δίνουν και παίρνουν καθ’ολη την διάρκεια. Στην λήξη, ως δείγμα οικολογικής ευαισθησίας 2-3 από δ’αύτους θα μαζέψουν σε γιγάντιες σακουύλες τα αναλωθέντα μπουκάλια και θα σκουπίσουν με την μαλαστούπα τα αναφύεντα ρυαάκια αλκοόλ γύρω από την εξέδρα. Με άλλα λόγια τα φρικιά της Υπεροχής κατορθώνουν να συνδυάζουν το πάρτυ με το μπάσκετ. Βάρδα όμως, αν κάποιος αδαής τους προκαλέσει δίχως εύλογη αιτία…
- Δημοσθένης Δέπος