Ο Πάολο Σορεντίνο γεννήθηκε στη Νάπολη και πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια λατρεύοντας τον Μαραντόνα από την Curva B του Σαν Πάολο. Το πάθος σίγασε κάπως έκτοτε, αλλά ο σκηνοθέτης, που βραβεύτηκε με το Όσκαρ για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία του 2014 –την Grande Bellezza(Η Τέλεια Ομορφιά)»– δεν χάνει ματς στην τηλεόραση. Και αν δεν φοράει πια κασκόλ, η θήκη του iPhone του είναι στα χρώματα της Νάπολι.
Όταν κερδίσατε το Όσκαρ αναφέρατε τον Μαραντόνα ως μια από τις πηγές έμπνευσής σας. Με ποιο τρόπο σας ενέπνευσε;
Πιτσιρίκος είχα πάθος με το ποδόσφαιρο. Ήμουν 14 χρονών όταν υπέγραψε στη Νάπολι. Η εφηβεία είναι μια περίοδος της ζωής κατά την οποία υποτίθεται πως είμαστε ανέμελοι Στην πραγματικότητα, ο πόνος είναι πάντα παρών. Το ότι ένας θρύλος σαν τον Μαραντόνα ήρθε στην πόλη μου, με βοήθησε να περάσω μια πιο ανώδυνη εφηβεία από ό,τι άλλοι συνομήλικοί μου. Ο Μαραντόνα με βοήθησε να ζήσω μέσα στην ξεγνοιασιά. Όταν μεγάλωσα, αφοσιώθηκα στο σινεμά επειδή για μένα ήταν μια υψηλή μορφή θεάματος.Και συνειδητοποίησα πως ο Μαραντόνα ήταν ένας από αυτούς που μου δημιούργησαν την επιθυμία να στραφώ στον κόσμο του συνεχούς θεάματος. Διότι, όταν μεταμορφώνει το σπορ σε κάτι τόσο όμορφο, τόσο σημαντικό, το ποδόσφαιρο γίνεται το απόλυτο θέαμα. Ορισμένες συγκινήσεις, ορισμένα συναισθήματα που γεννήθηκαν μέσα μου όταν παρακολουθούσα αυτόν τον κοντούλη να τρέχει στο γήπεδο, βοήθησαν να σχηματιστούν οι συγκινήσεις και τα συναισθήματα που προσπάθησα μετά να περάσω μέσα απο τις ταινίες μου. Ακόμη κι αν η ιστορία που διηγούμαι είναι διαφορετική, η συγκίνηση είναι ίδια. Γι΄αυτό ο Μαραντόνα υπήρξε έμπνευση για μένα.
Θυμάστε τι κάνατε τη μέρα που υπέγραψε;
Είναι η πιο ωραία μου ποδοσφαιρική ανάμνηση. Ήταν το καλοκαίρι που έγινα 14 χρονών, ήμουν διακοπές στην Αγγλία. Τηλεφωνούσα στους δικούς μου κάθε τρεις μέρες. Μια μέρα, ο πατέρας μου, μού λέει πως η Νάπολι αγόρασε τον Μαραντόνα. Σε αυτό το σημείο έκανε μια παύση –ο πατέρας μου ήταν αρκετά ψυχρός άνθρωπος– και μου λέει: «Έχω ήδη αγοράσει τα διαρκείας».
Στην καινούργια σας ταινία, το Youth, υπάρχει ένας ψεύτικος Μαραντόνα. Κάπως θλιμμένος, κάπως συγκινητικός, χοντρός. Ποιος είναι ο ρόλος του στην ταινία;
Η ταινία ερευνά το πώς οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το μέλλον τους, πώς τους φαντάζει. Για να το κάνει κάποιος αυτό, πρέπει οπωσδήποτε να λάβει υπόψη του το παρελθόν. Η φιγούρα του Μαραντόνα με βοήθησε πολύ σε αυτό, γιατί το παρελθόν του δεν είναι συνηθισμένο. Το παρελθόν των περισσότερων ανθρώπων μπορεί να είναι όμορφο, σκληρό, επώδυνο… Εκείνος, και είναι κάτι που συμβαίνει σπάνια, έχει ένα παρελθόν που έχει γίνει θρύλος. Είναι πολύ δύσκολο να σκεφτείς το μέλλον, όταν έχεις έναν θρύλο πίσω σου. Εξάλλου, ο Μαραντόνα ενσαρκώνει ένα θέμα πολύ σημαντικό για μένα: πίσω από κάθε τι χυδαίο κρύβεται η χάρη και το υπέροχο. Του αρκεί ένα δευτερόλεπτο και ένα στρογγυλό, σφαιρικό αντικείμενο, και η χυδαιότητα μετασχηματίζεται σε κάτι υπέροχο. Ήθελα να αποτίσω φόρο τιμής σε αυτό, σε έναν άνθρωπο που, ό,τι και να κάνει, ακόμη και αν γίνεται αντιπαθητικός, ακόμη και αν όσα λέει είναι καταδικαστέα, δεν μπορεί να απεκδυθεί από τη χάρη.
Ο δικός σας ο Μαραντόνα έχει στην πλάτη του ένα τεράστιο τατουάζ που απεικονίζει τον Μαρξ. Το παραγματικό του τατουάζ, με τον Τσε, δεν σας αρκούσε;
Μερικές φορές στις ταινίες κάνουμε διάφορα πράγματα απλά και μόνο επειδή μας φαίνονται αστεία, χωρίς να κρύβεται από πίσω καμία άλλη σκέψη. Το συγκεκριμένο μου φάνηκε πολύ διασκεδαστικό
Ο Μαραντόνα αναφέρθηκε κολακευτικά σε σας στη σελίδα του στο φέισμπουκ.
Ήταν κάτι που με έκανε ευτυχισμένο. Μου έστειλε, μάλιστα, μια φανέλα του με αφιέρωση. Οι Ούλτρας της Νάπολι με τίμησαν επίσης μετά το Όσκαρ μου. Αυτό το πανό με συγκίνησε. Με συγκίνησε πολύ. Με έκανε να καταλάβω πως συνέβη κάτι σημαντικό. Δεν ήξερα καν πως γνώριζαν την ύπαρξή μου. Να σε τιμούν αυτοί που σημαδέψαν την νιότη σου, που υπήρξαν η νιότη σου, μου φάνηκε πάρα πολύ σπουδαίο. Σαν να με είχαν καλέσει σε ένα τραπέζι όπου ποτέ δεν πίστευα πως θα είχα δικαίωμα να καθίσω ούτε πως θα ήμουν ευπρόσδεκτος.
Όταν ήσασταν μικρός, πότε πηγαίνατε στο γήπεδο;
Σε όλα τα ματς. Στην αρχή στο πέταλο και μετά στις πλαϊνές θύρες. Όταν ήμουν μικρός πήγαινα με τους Ούλτρας, αλλά δεν αισθανόμουν πολύ άνετα. Προερχόμουν από μια οικογένεια μικροαστική, ήμουν 14-15 χρονών, και αυτές οι τόσο χαρισματικές φιγούρες μου προκαλούσαν λίγο φόβο. Οι Ούλτρας είναι πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους και για αυτό που κάνουν τη στιγμή που το κάνουν. Ένας 15άρης, γιος τραπεζοϋπαλλήλου δεν αισθάνεται πολύ άνετα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, αλλά σαγηνεύεται από όσα βλέπει. Οπότε, ήμουν με το ένα πόδι μέσα και με το άλλο έξω.
Και τώρα;
Τώρα παρακολουθώ συχνά τα ματς στην τηλεόραση και μερικές φορές πάω στο γήπεδο, είμαι φίλος με τον Πρόεδρο, τον Ντε Λαουρέντις. Βλέπω τηλεόραση μαζί με τον γιο μου, που παθιάζεται πιο πολύ από εμένα, για να είμαι ειλικρινής. Κάθομαι ήσυχος μπροστά στην οθόνη, αλλά είμαι ευσυγκίνητος. Πολύ ευσυγκίνητος. Συμπεριφέρομαι σαν συνηθισμένος φίλαθλος. Κατά βάθος, θεωρώ το ποδόσφαιρο έναν από τους καλύτερους τρόπους για να περνάει ο χρόνος. Με διασκεδάζει, με υπνωτίζει, με χαλαρώνει. Αγώνας για το Τσάμπιονς Λιγκ ή για την Γ΄ κατηγορία Ιταλίας, δεν έχει σημασία, είμαι ικανός να τους παρακολουθήσω με το ίδιο ενδιαφέρον, δεν γνωρίζω γιατί.
Η τωρινή ομάδα της Νάπολι σας αρέσει;
Ο παίκτης που προτιμώ αυτήν τη στιγμή είναι ο Χάμσικ, και ο Ιγκουαΐν μού είναι πολύ συμπαθητικός επειδή είναι ανθρώπινος, συγκινητικός. Μου θυμίζει έναν παλιό επιθετικό της Νάπολι, σαφώς χειρότερο, βέβαια, τον Μπράλια1. Ήταν ικανός να βάλει εντελώς απίθανα γκολ, αλλά όταν βρισκόταν μόνος μπροστά στο τέρμα, αστοχούσε. Για να ξαναγυρίσουμε στον Χάμσικ, μου θυμίζει έναν παίκτη που δεν αναφέρω ποτέ, αλλά είναι κάτι σαν Θεός για μένα, τον Σαλβατόρε Μπάνι2. Όταν έπαιζα μπάλα, έπαιζα στο κέντρο, όπως αυτός. Εντάξει, έπαιζα στο κέντρο, όταν ήμουν ακόμη ικανός να τρέχω. Μετά άρχισα το κάπνισμα. Οπότε πέρασα στην κορυφή της επίθεσης. Με πολύ μέτρια αποτελέσματα, πρέπει να ομολογήσω.
Δεν παίζετε πια;
Κάπου κάπου με τον γιο μου, αλλά έχω πια μεγαλώσει πολύ για να κάνω τα πράγματα που έκανα μικρός…
Εκτός από τον Μπάνι και τον Μαραντονα, έχετε άλλα είδωλα;
Τον Ζίκο, τον Ζιντάν, τον Μπέργκαμπ…
Με ποια κριτήρια διαλέγετε τα είδωλά σας;
Μιλάμε για παίκτες που ανήκουν σε ένα πάνθεο, σαν Ολύμπιοι θεοί. Τις περισσότερες φορές παίζουν όπως και οι άλλοι ποδοσφαιριστές, και ξαφνικά, είναι ικανοί να δώσουν ζωή σε κάτι υπερφυσικό. Αυτό με συγκινεί βαθιά, έτσι διαλέγω τα είδωλά μου. Είναι σαν ταχυδακτυλουργοί που κάθε μέρα κάνουν κόλπα με γάτες και ξαφνικά εξαφανίζουν έναν ελέφαντα. Αυτοί οι ποδοσφαιριστές αγγίζουν κόσμους στους οποίους εμείς οι κοινοί θνητοί δεν μπορούμε να μπούμε, δεν ξέρουμε καν με ποιο τρόπο είναι δυνατόν να μπει κανείς. Έτσι ορίζω τη συγκίνηση.
Στις ταινίες σας υπάρχουν συχνά αναφορές στο ποδόσφαιρο. Παράδειγμα, στην αρχή της La Grande Bellezza, που μιλάει για το «Σύνδρομο του Σταντάλ»3, βλέπουμε στα πρώτα τριάντα δευτερόλεπτα μια γυναίκα που διαβάζει την Corriere dello Sport κι ένα άρθρο με τίτλο «Allarme per Totti» (συναγερμός για τον Τότι). Τι θέλατε να πείτε με αυτό;
Έπρεπε να κάνω σαφές πολύ γρήγορα ότι η ταινία θα μιλούσε για τη Ρώμη και για το τι σημαίνει να είσαι Ρωμαίος. Ο Τότι είναι ένα σύμβολο. Η αρχή μιας ταινίας είναι για μένα μια μορφή παρουσίασης. Πρέπει να πεις ποιο είναι το θέμα σου. Οπότε, σε αυτή την εναρκτήρια σκηνή, παρουσιάζω τη Ρώμη, μέσα από τα μνημεία της, τις προσωπικότητές της, τα σύμβολά της. Συνεπώς, τον Τότι.
Έχετε ήδη μιλήσει για έναν αρχηγό της Ρόμα, αφού στην ταινία σας «L’Uomo in più» ένας από τους ρόλους είναι εμπνευσμένος από τη ζωή του Αγκοστίνο ντι Μπαρτολομέι (λίμπερο, γεννήθηκε στη Ρώμη και έπαιξε στη Ρόμα, όπου και ξεκίνησε την καριέρα του. Κέρδισε το πρωτάθλημα το 1983 και αυτοκτόνησε στις 30 Μαΐου 1994, ακριβώς δέκα χρόνια μετά τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών όπου η Ρόμα έχασε από τη Λίβερπουλ). Γιατί ο Μπαρτολομέι;
Η ιστορία του Μπαρτολομέι με άγγιξε πολύ. Ήμουν πιο νέος, πάνε πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Ήμουν, συνεπώς, πιο αφελής. Όταν είμαστε νέοι, έχουμε τη τάση να θεωρούμε το σπορ ως ένα είδος νησίδας της ευτυχίας, όπου το Καλό, το Δίκαιο, και το Ωραίο έχουν πάντα την εξουσία. Με τον Μπαρτολομέι ανακάλυψα πως αυτό δεν ισχύει. Και όταν το ανακάλυψα αναστατώθηκα. Ένας άνθρωπος που κάνει ένα, ας πούμε, κανονικό επάγγελμα, και αυτοκτονεί, αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο στη λογική των πραγμάτων. Το ότι ένας ποδοσφαιριστής αυτοκτόνησε μου φάνηκε σαν εξαίρεση. Θέλησα να διηγηθώ αυτή την περίοδο στη ζωή ενός ποδοσφαιριστή, όταν η ζωή δεν είναι πια εύκολη, όταν δεν είναι πια παιχνίδι.
Συνέντευξη του Πάολο Σορεντίνο στον Λυκά Ντυβερνέ-Κόπολα, για το περιοδικό SoFoot. Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 129, Σεπτέμβριος 2015
Μετάφραση, σημειώσεις: Λένα Δελβερούδη
Υποσημειώσεις:
1 Τζόρτζιο Μπράλια, έπαιξε στη Νάπολι από το 1973 ως το 1976, και τη βοήθησε να κερδίσει ένα Κύπελλο Ιταλίας.
2 Έπαιξε στη Νάπολι από το 1984 ως το 1987. Μέλος της ομάδας που κέρδισε το νταμπλ το 1987.
3 Ψυχοσωματική ασθένεια, που εκδηλώνεται με ταχυκαρδίες, ιλίγγους και παραισθήσεις κι εμφανίζεται σε άτομα που έρχονται σε επαφή με έργα υψηλής τέχνης. Ονομάζεται και «Σύνδρομο της Φλωρεντίας».
Πηγή: Το Περιοδικό για τη διατάραξη της κοινής ησυχίας