Το 1983 η Αθήνα ήταν ακόμα μια ζεστή νάρκη μέσα στο ημίφως, που ήθελες να την πατήσεις και να εκραγείς, σαν να μην έχει αύριο. Τα σκοτάδια τότε, δεν είχαν απρόβλεπτες συνέπειες, ούτε κρύβαν τη σημερινή μετριότητα.
Σε μια βδομάδα μέσα, βρήκα σπίτι. Και την επομένη βρήκα και δουλειά. Αρβανίτης χωρίς οικοδομή, απλώς, δε γίνεται. Την πρώτη σιρμαγιά που μάζεψα, καμιά 50ντάρα, ανέβηκα σεβαστικά μέχρι το Βελεστίνο, όπου ζούσε ακόμα η καλή γιαγιά μου η Δέσποινα που με μεγάλωσε και της τ΄ άφησα με τρόπο, ένα Σαββατοκύριακο. Είχε να το λέει μέχρι το τέλος.
Τα δεύτερα λεφτά, ήταν περισσότερα. Κι όπως γύριζα μοναχός κι η ψυχή μου ήταν γεμάτη μπεράτια, με φέραν τα βήματά μου αίφνης ένα βράδυ στις παρυφές των Εξαρχείων, στην οδό Κωλέττη, στο Οργανοποιείο του Παναγιώτη Βάρλα.
Θωρώ, ανάμεσα σε παληά φυλαγμένα ξύλα, έναν αξιοπρεπή και υπερήφανο άνδρα όπως είναι ο Παναγιώτης και τον αρωτώ: «Δεν έχω πολλά λεφτά. Αλλά θέλω να μου φτιάξεις ένα τρίχορδο μπουζούκι. Με πόσα;».
Με κόβει στη θωριά και στην όψη και μου λέει «Θα τα βρούμε…». Και μου φτιάχνει με 30.000 παληές δραχμούλες ένα όργανο που όταν έπαιζα, αντηχούσε σε όλα τα Τουρκοβούνια. Εκείνον τον καιρό, στο μεταξύ, το εργαστήριό του, ήταν –και παραμένει φυσικά!- γεμάτο φίρμες. Αλλά, εμένα μου κατασκεύασε το μπουζουκάκι μου, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση από τις αρχές του.
Ακέραιος, αφιλοκερδής, μάγκας!
Και ποιος να το΄ λεγε ότι αυτός ο απίθανος τύπος, εκείνες τις εποχές, χόρευε κλασσικό μπαλέτο στη Λυρική Σκηνή, ως μέλος της ομάδας της Ραλούς Μάνου!..
Ήταν μέρες δύσκολες εκείνες. Γιατί, ήταν τα γεγονότα του παληού Χημείου, το 1985 στην οδό Σόλωνος, που οδήγησαν τελικά και στο κλείσιμο της Σχολής. Επισκεπτόμουν το εργαστήριο του Παναγιώτη για να μάθω την πρόοδο των εργασιών απ΄ αστραχιά και με φόβο, γιατί στις γωνίες καιροφυλακτούσαν οι μπάτσοι και συλλαμβάνανε ό,τι κινούνταν εκεί γύρω.
Φιλότιμος και πάντοτε με έγνοια για τους ταπεινούς ανθρώπους ο Βάρλας, όσες φορές ήμουν εκεί και πηγαίναμε στο διπλανό στέκι να τσιμπήσουμε κάτι, δεν άφησε ποτέ να πληρώσω.
Σε βαθμό που κάποια στιγμή του είπα για να τον πειράξω, πως τα όσα με είχε κεράσει, υπερβαίνανε την αριθμητική αξία του μπουζουκιού.
Όμως αυτός είναι ο Παναγιώτης! Ένας συνεπής και καλός άνθρωπος, στοργικός πατέρας και πάνω απ΄ όλα ένας καθαρόαιμος επαγγελματίας από τους λίγους, που δίνει χωρίς να το επιδιώκει, παράδειγμα στους άλλους ανθρώπους με τον τρόπο που στέκεται στη ζωή.
Δεν υπάρχει επαγγελματίας μπουζουξής στο λαϊκό πεντάγραμμο που να μην έχει κρατήσει στα χέρια του όργανο του Παναγιώτη. Εκτός ίσως, από κάτι «φραγκοφονιάδες» και κάτι φαντασμένους που επειδή νομίζουν πως είναι μεγάλες φίρμες του ζήτησαν κάποτε να τους φτιάξει όργανο δωρεάν.
Φυσικά έφαγαν πόρτα. Γιατί ο Βάρλας είναι φιλότιμος. Αλλά δεν γονατίζει για το χρήμα, όπως κάποιοι άλλοι ομότεχνοί του!
Δεν χαράζει τα σκάφη με ψεύτικες ντούγιες, δεν βάζει χημικά λούστρα κι ούτε πλουμίζει τα όργανα με βαρειά πλαστικά που «στομώνουν» τον ήχο κι άμα λάχει, μπορεί και να φάει μια ολόκληρη μέρα για να ξύσει σωστά το κόκαλο ενός «καβαλάρη»… Αυτή του η συνέπεια δεν πληρώνεται!.. Γιατί δίνει τράτο στον χρόνο. Τα όργανα που κατασκευάζει όμως, έχουν έναν μοναδικά δικό του ήχο! Ακούγονται δυνατά και καθαρά. Κι οι πενιές πέφτουν μαλακές σαν το κεχριμπάρι.
Ο πυλώνας του λαϊκού τραγουδιού, Χρήστος Νικολόπουλος, ένοιωσε την ανάγκη κάποτε να του φιλήσει το χέρι για το μπουζούκι που του΄ φτιαξε και με το οποίο παίζει πάνω από δυο δεκαετίες τώρα στις συναυλίες.
Και μεγάλοι μάγκες και ρεμπέτες, όπως ο Μιχάλης Γενίτσαρης αλλά και ο Ιορδάνης Τσομίδης, ο τελευταίος βιρτουόζος της παρτίδας των μύθων, Μπέμπη, Χιώτη, Τατασόπουλου και Τσιμπίδη, μονάχα αυτόν εμπιστευόντουσαν για να συντηρήσει το μπουζουκάκι τους!
Κινδυνεύει κανείς, μιλώντας για ανθρώπους που γνωρίζει και αξίζουν πραγματικά, να μιλά στο τέλος για τον εαυτό του. Οπότε, ας κλείσουμε με μια κουβέντα του Παναγιώτη Βάρλα:
Τη δουλειά την κάνουν τρία πράγματα, λέει: «Ο μάστορας, ο χρόνος και τα υλικά και παρόλο που πιστεύω ότι το 95% το κάνει ο μάστορας, θέλω και το άλλο 5% να το εξαντλώ, να το περιμένω. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χω παλιά ξύλα φυλαγμένα, δηλαδή να 'χεις δώσει ένα κάρο λεφτά και να «κάθονται» στο μαγαζί, να τα δουλεύεις. Εγώ και ρέστος να είμαι, ξύλα πάντα παίρνω και φτιάχνω τα πράματα που θέλω και αυτό σημαίνει μεροκάματα και λεφτά που περιμένεις κάποια στιγμή να τα πάρεις, ενώ την ίδια στιγμή, τα δίνεις συνέχεια»…
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, μολονότι είναι νεότατος, γεννηθείς το ΄59, αυτός ο ανήσυχος Κεφαλονίτης, είναι ο κορυφαίος σήμερα που κρατά το νήμα με τη σειρά των παληών μαστόρων. Όχι μόνο γιατί κατέχει απολύτως την τέχνη του. Αλλά, επειδή, ως αεικίνητη ιδιοσυγκρασία, δεν επαναπαύεται και εξακολουθεί να το ψάχνει.
Ιδού πως μου το είπε με σεμνότητα:
«Τα τελευταία 8-9 χρόνια έχω βρει τον τρόπο να συμφωνούν οι χορδές ρε και λα (σ.σ: το τρίχορδο μπουζούκι, που…αυτό είναι το μπουζούκι, κουρδίζεται στις νότες ρε- λα- ρε) μεταξύ τους σε όλη την έκταση του μπουζουκιού. Και να μην υπάρχει διαφορά στον ήχο. Πριν από αυτό, κανένας μπουζουξής δεν είχε παίξει χωρίς να 'χει το πρόβλημα της διαφοράς του ήχου των χορδών. Αυτά τα «ψαξίματα» όπως καταλαβαίνεις θέλουν λίγο χρόνο…».
Εχθρός της ιλιγγιώδους ταχύτητας που έχουν αποκτήσει πλέον οι σύγχρονοι, αλλά, εν πολλοίς αδιάφοροι παίχτες, λέει περιπαιχτικά, πώς όποιος μπουζουξής του παίξει αργά την Φραγκοσυριανή, θα του χαρίσει δέκα μπουζούκια!..
Γιώργος Χατζηδημητρίου
Υ.Γ: Ο αείμνηστος Μπάμπης Γκολές που μάλλον έφυγε γρηγορότερα απ΄ όσο του έμελε, ήταν φίλος του Παναγιώτη. Στη μνήμη του, αλλά και προς τιμήν του σπουδαίου Οργανοποιού, αφιερωμένη η Νοσταλγία