«Τα νεκροταφεία στην Ελλάδα είναι τόσο γεμάτα που συχνά οι σοροί μένουν θαμμένοι στο έδαφος μόνο για τρία χρόνια. Στη συνέχεια οι συγγενείς των νεκρών καλούνται να προχωρήσουν σε εκταφή και μεταφέρουν τα οστά των δικών τους ανθρώπων σε οστεοφυλάκια. Πολλοί, όμως, δεν μπορούν να πληρώσουν ακόμη και για να κάνουν αυτό...
Η Κατερίνα Κίτσου στέκεται κλαίγοντας πάνω από τον τάφο του πατέρα της στο κεντρικό νεκροταφείο Θεσσαλονίκης. Παρακολουθεί την εκταφή... Ο πατέρας της Χριστόδουλος πέθανε πριν επτά χρόνια. Ωστόσο, τώρα, η οικογένεια αποφάσισε να προχωρήσει σε εκταφή καθώς δεν μπορεί να πληρώσει περαιτέρω για το νεκροταφείο», γράφει ο αρθρογράφος.
«Πληρώναμε επί τέσσερα χρόνια, αλλά πλέον δεν μπορούμε να το αντέξουμε οικονομικά», λέει η Κατερίνα.
Η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα ψυχοφθόρα για τους συγγενείς των νεκρών. «Είναι ένα αγαπημένο μας πρόσωπο. Φαντάσου να τον έχεις στο μυαλό σου όπως ήταν εν ζωή και τώρα να βλέπεις μόνο κόκκαλα. Είναι σαν μια δεύτερη κηδεία», προσθέτει.
Οι πιο πολλοί Έλληνες πλέον θεωρούν πως κάποια στιγμή στη ζωή τους θα έρθουν αντιμέτωποι όχι μόνο με το θάνατο κάποιου αγαπημένου τους ανθρώπου αλλά και με αυτή τη δεύτερη ιδιότυπη κηδεία.
Ο πληθυσμός της χώρας τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό. Περισσότεροι από τους μισούς πολίτες μένουν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ λόγω της αστικής ανάπτυξης τα ήδη υπάρχοντα νεκροταφεία δεν μπορούν να επεκταθούν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μόνο όποιος πληρώνει μπορεί να αφήνει τη σορό του δικού του ανθρώπου στον τάφο. Το κόστος είναι τεράστιο.
Όπως εξηγεί ο Πέτρος Μπαρκιτζής, ένας από τους νεκροθάφτες του νεκροταφείου, καθημερινά γίνονται κατά μέσο όρο 15 εκταφές. Η διαδικασία στην αρχή απαιτεί τη χρήση ενός μικρού εκσκαφέα, ενώ ολοκληρώνεται με τη χρήση ενός φτυαριού.
Δεν είναι λίγες στο μεταξύ οι φορές που κατά την εκταφή κανένας συγγενής δεν βρίσκεται στο σημείο. «Είναι τυχεροί όσων οι συγγενείς έχουν αποσυντεθεί πλήρως. Πάντα ανησυχούμε μήπως τύχει να δούμε κάτι δυσάρεστο», συμπληρώνει.
Μια μεγάλη μαύρη κάλτσα και ένα παπούτσι είναι τα τελευταία πράγματα που βγαίνουν από τον τάφο από τον οποίο γίνεται σήμερα η εκταφή. Το κοστούμι του νεκρού τινάζεται καθώς το χτυπά το φτυάρι. Ώσπου πέφτουν τα οστά και καταρρέει... Τα λείψανα που έχουν απομείνει τα ακουμπούν πάνω σε ένα λευκό σεντόνι, ενώ τα υπολείμματα από τα ρούχα και τα παπούτσια τα πετούν σε έναν πράσινο σκουπιδοτενεκέ.
Τουλάχιστον το 1/4 των σορών που γίνεται εκταφή έπειτα από τρία χρόνια δεν έχει πλήρως αποσυντεθεί (εξαρτάται και από το αν ο νεκρός είχε πάρει στο τέλος της ζωής του κάποια ισχυρά φάρμακα ή είχε υποβληθεί σε χημειοθεραπεία).
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αλλού γιατί απλά στο εξωτερικό είναι διαδεδομένη η καύση των νεκρών. Το 2006 ψηφίστηκε ο νόμος που επιτρέπει τη λειτουργία χώρων αποτέφρωσης, ωστόσο, 10 χρόνια μετά δεν λειτουργεί ούτε ένα μιας και η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλει σθεναρή αντίσταση.
Οι Έλληνες, πάντως, δεν δυσκολεύονται να στηρίξουν οικονομικά μόνο την εκταφή των συγγενών αλλά και τις ίδιες τις κηδείες των δικών τους ανθρώπων. Ο Σύνδεσμος Γραφείων Κηδειών της Αθήνας εκτιμά ότι περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού δυσκολεύεται να πληρώσει τις κηδείες των αγαπημένων του προσώπων.
«Παλιότερα οι ηλικιωμένοι έβαζαν μερικά χρήματα στην άκρη για να υπάρχουν για την κηδεία τους. Τώρα χαλούν τα λεφτά αυτά για να στηρίξουν τα άνεργα παιδιά τους», σημειώνει ο πρόεδρος του Συλλόγου Νάσος Κωστόπουλος.