Ένας από τους συγγραφείς, ο Malcolm Gladwell, στο bestseller βιβλίο του με τίτλο ''the stars of Outliers'', βασίζεται στην παραπάνω έρευνα, που έγινε από τον ψυχολόγο και αρθρογράφο του περιοδικού The New Yorker, Anders Ericson, σε τρεις κατηγορίες μαθητών βιολιού: Η πρώτη, αφορούσε τους αναμφίβολους σταρ, η δεύτερη αυτούς οι οποίοι ήταν πολύ καλοί αλλά όχι τόσο σπουδαίοι, και η τρίτη εκείνους που ήταν καλοί, αλλά δεν είχαν καμία ελπίδα να γίνουν επαγγελματίες. Όπως υποστηρίζει, το συμπέρασμα που προέκυψε από την έρευνα ήταν ότι όλες οι κατηγορίες μαθητών διέθεταν ταλέντο. Αλλά η κατηγορία των αναμφίβολων σταρ, ξεχώριζε, όχι μόνο για το ταλέντο τους, αλλά και για την ακατάπαυστη επίμονη τους να εξασκούνται περισσότερες ώρες από τους άλλους, με αποτέλεσμα να είναι οι πιο επιτυχείς. Ο Malcolm Gladwell, αποδίδει το φαινόμενο αυτό στον κανόνα των ''10.000'' ωρών και υποστηρίζει ότι για να γίνει κάποιος σπουδαίος σε οτιδήποτε, απαιτείται να εξασκείται για 10 χρόνια επί 1.000 ώρες το χρόνο, προκειμένου να φτάσει να γνωρίσει το ''μεγαλείο της επιτυχίας''.
Ωστόσο, ο Geoffrey Colvin, ένας από τους πιο αναγνωρισμένους editors του περιοδικού Fortune, στο νέο του βιβλίο με τίτλο ''Talent is Overrated'' δεν συμφωνεί με την άποψη των δέκα χρόνων εξάσκησης υποστηρίζοντας την τακτική των ''elements of deliberate practice''.
Ποια είναι όμως αυτά τα στοιχεία που, όπως αναφέρει στο βιβλίο του, είναι σχεδιασμένα για να βελτιώνουν την απόδοση κάποιου στελέχους, με λίγες επεμβάσεις οι οποίες κάνουν τη μεγάλη διαφορά, αρκεί να επαναλαμβάνονται στο διηνεκές της καριέρας του. Αναφέρονται στη συνεχή ενημέρωση και επιμόρφωση, στην αξιοποίηση του χαμένου χρόνου προς όφελος του, και τέλος, στην αναζήτηση τρόπων βελτίωσης των τεχνικών εφαρμογών της επαγγελματικής του εξειδίκευσης. Η επίτευξη όλων αυτών, καταλήγει τελικά, θα τον οδηγήσει στην επαγγελματική επιτυχία.
Όλα αυτά βέβαια, ακούγονται λίγο -πολύ θεωρητικά. Και για τους δύο τρόπους που οδηγούν στην επιτυχία και προτείνουν οι παραπάνω συγγραφείς, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα στελεχών τα οποία ακολούθησαν αυτές τις πρακτικές με επιτυχία. Αλλά εδώ τίθεται ένα ερώτημα: πώς και πόσο αξιοποιούνται τα έμπειρα στελέχη από τις επιχειρήσεις σήμερα; Και πως δικαιολογείται το γεγονός ότι πολλές εταιρίες, υπό το βάρος περικοπής των εξόδων τους, καταφεύγουν πολλές φορές σε μείωση του προσωπικού τους, απολύοντας τα έμπειρα στελέχη τους και αντικαθιστώντας τα με νέα και άπειρα; Στην πρακτική αυτή, αναφέρεται στο ίδιο άρθρο ο αρθρογράφος των New York Times, David Carr, επισημαίνοντας ότι δεν είναι δυνατόν να αποτελεί ''μυστικό επιτυχίας''. Τη χαρακτηρίζει απαράδεκτη, για όλους τους χώρους και τομείς της οικονομίας και ιδιαίτερα για το χώρο των media, όπου καταξιωμένοι και αναγνωρισμένοι τηλεπαρουσιαστές, έγκυροι και διεθνώς αναγνωρισμένοι αρθρογράφοι και δημοσιογράφοι μεγάλων εφημερίδων και εντύπων, απολύονται και αντικαθίστανται από μη έμπειρους, νέους συναδέλφους τους (προφανώς φθηνότερους σε κόστος), αναρωτώμενος, πως είναι δυνατόν να επιβιώσουν οι εταιρίες που ακολουθούν αυτή την τακτική, και με ποια στελέχη θα ανταπεξέλθουν στην κρίση.
Και καταλήγει, συστήνοντας στους business leaders, όσο δύσκολο και αν είναι, να κρατούν τα καταξιωμένα και έμπειρα στελέχη τους, τα οποία έχουν εξασκηθεί στο αντικείμενο τους κατά τη διάρκεια της καριέρας τους. Όπως συνήθως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Διότι κάθε οργανισμός, για να επιβιώσει και να αναπτυχθεί χρειάζεται ένα μίγμα στελεχών, που θα περιλαμβάνει τόσο τους έμπειρους όσο και τους νέους, που θα τους πλαισιώσουν με νέες και φρέσκιες ιδέες, προσαρμοσμένες στα ζητούμενα της εποχής.